26/6/19

Oι Ινδοευρωπαίοι και ο Μπαμπινιώτης



Στο χώρο της επιστήμης ευδοκιμούν κάποτε και ορισμένα δέντρα εντυπωσιακά και ψηλά,αλλά χωρίς καρπούς και με βραχύ χρόνο ζωής.Η διαπλοκή και η καπατσοσύνη σε συνδυασμό με την επιπολαιότητα δεν φέρνουν γόνιμα αποτελέσματα .Χαρακτηριστικό το λεξικό Μπαμπινιώτη που συνιστάται από ειδικούς και μη, χωρίς όμως να εξετάζεται η πληθώρα των λαθών και η επιστημονική ασυνέπεια. Αυτά τα λάθη προσπαθεί να επισημάνει ο μη ειδικός -μαθηματικός ων-Ευάγγελος Κριτσίνης και να δώσει τις δικές του απαντήσεις βασισμένος σε εγνωσμένης αξίας λεξικά. 


…Το λέει και ο Μπαμπινιώτης…
[…]
Στόχος της συγκεκριμένης παρουσίασης των λέξεων είναι η αναφορά κάποιων εξ αυτών, που έχουν Ελληνική ετυμολογία και όχι ινδοευρωπαϊκή ή άλλη προέλευση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έννοια «Ινδοευρωπαϊκός» είναι «εύρημα» που δεν τεκ­μηριώνεται ούτε σε επίπεδο ιστορικό και γλωσσικό.
Κανένα αρχαιολογικό εύρημα και καμία ιστορική μαρτυρία δεν πιστοποιούν την ύπαρξη Ινδοευρωπαϊκής φυλής και κατ’ επέκτασιν Ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού.
Θα ήθελα όμως να επισημάνω ότι δεν έχω καμία πρόθεση να κρίνω οποιονδήποτε έχει αντίθετη θέση. […]
Ευάγγελος Κριτσίνης
1. ηλικία: ήλιος + κίω.[ κίω= κινούμαι, ελίσσομαι Η λέξη δηλώνει περιστροφή γύρω από τον ήλιο (δηλαδή την πραγματική ηλικία!)].
Μπαμπινιώτης: ήλιξ= συνομήλικος, από το ινδοευρωπαϊκό swe= ιδιαίτερος, κατάλ­ληλος.

2. μεζές: γεννητικά μόρια, κυρίως οι όρχεις [(τα αμελέτητα που λέμε σήμερα) «θήρες δε φρίσσουσ' ουράς δέ ύπό μέζε' έθεντο»= των αγριμιών οι τρίχες ανορθώ­νονται και βάζουν τις ουρές κάτω από τα σκέλια. (Ησίοδος - έργα καί ημέραι 512)].
Μπαμπινιώτης: μεζές, από το τούρκικο meze.

3. αυλή: από το ρήμα «άημι»= πνέω, αερίζω [(από το «άημι» προέρχεται και η λέξη αήρ)].
Μπαμπινιώτης: Από το ινδοευρωπαϊκό αw= διανυκτερεύω - κοιμούμαι.

4. μπουντρούμι: από τη λέξη «ύποδρομή» [ Υπόδρομος= θεμέλιο, υπόγειο πέρασμα].
Μπαμπινιώτης: Αντιδάνειο τούρκικο bodrum από το αρχαίο ιππόδρομος! (ανοιχτός χώρος με χλοοτάπητα ή άμμο).

5. μασάζ: από τη λέξη «μάσσω»= πλάθω, μαλάσσω [(εξ ου και το ουσιαστικό «μάζα»)].
Μπαμπινιώτης: γαλλικό massage- αραβικό massa= τρίβω, χαϊδεύω.

6. μολός: από το «έμολον» -->[Αόριστος Β' του ρήματος βλώσκω που σημαίνει αφικνούμαι, έρχομαι εξ ου και «μολών λαβε» (μόλος= εκεί που έρχονται τα πλοία)].
Μπαμπινιώτης: από το λατινικό moles= βάρος, όγκος, πρόσχωμα στη θάλασσα.
7.σεξ: από τη δωρική λέξη «ύσσαξ»= φύλο, [γεννητικά όργανα].
Μπαμπινιώτης: από το γαλλικό sexe, λατινικό sexus— φύλο.

8. Ελλάς: Έλ+λάς. [Από το λεκτικό «Έλ» που σημαίνει φως (εξ ου και αέλιος= ήλιος) και τη λέξη λας που σημαίνει πέτρα ( δηλαδή η γη του φωτός)].
Μπαμπινιώτης: προέρχεται από το Ελλάς- Ελλάδος.

9. λαός: εκ του λαάς- λάς= πέτρα [(ο μύθος του Δευκαλίωνα και της Πυρράς)].
Μπαμπινιώτης: λαός- λεώς, αγνώστου ετύμου, ίσως από το Χεττικό lahha (πόλε­μος).

10. κανακάρης: “Αναξ + αίρω = βασιλιάς - άρχοντας + υψώνω [(αυτός που σηκώνει τα πρωτεία).
Μπαμπινιώτης: κανάκι, καναχή από το Ινδοευρωπαϊκό ηχώ= τραγουδώ.

11. παλάτι: Λίγο πριν τον Τρωικό πόλεμο, ο Εύανδρος υιός του Λυκάονος του Αρκά, ορμώμενος εκ Παλαντίου της Αρκαδίας, κατοίκησε έναν εκ των επτά λόφων επί των οποίων αργότερα εκτίσθη η Ρώμη και ονόμασε αυτόν Παλατίνον εις ανάμνησιν της παλαιάς πατρίδος. Επί του λόφου αυτού έκτισε πολύ αργότερα τα ανάκτορα του ο Οκταβιανός Αύγουστος και ως εκ τούτου συνηθίζεται πλέον κάθε ανάκτορο να καλείται παλάτιον.
Μπαμπινιώτης: λατινικό Palatium από το Ρωμαϊκό Παλατινό λόφο, όπου βρισκόταν το ανάκτορο του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου.

12. καρχαρίας: Άρχων + ρέω [ = ο άρχοντας της ροής, της πλεύσης]
Μπαμπινιώτης: από το ινδοευρωπαϊκό Khar= σκληρός, κοφτερός.

13. κάρο: εκ του αίρω= σηκώνω
Μπαμπινιώτης: κάρρο: από το λατινικό carrus= άμαξα.

14. ωκεανός: ώκύς + νέω [(γρήγορη πλεύση). ωκύς= γρήγορος, ταχύς νέω= πλέω, ταξιδεύω].
Μπαμπινιώτης: αγνώστου ετύμου, πιθανόν δάνειο.

15. γέφυρα: γη + επί + ύδωρ [(δηλαδή γη πάνω από το νερό). Η ίδια η λέξη περιγράφει τη λειτουργία της (χαρακτηριστική λέξη που εκφράζει την εντελέχεια της Ελληνικής γλώσσας)].
Μπαμπινιώτης: αγνώστου ετύμου πιθανόν από το Ινδοευρωπαϊκό geb(h).

16. θρίαμβος: επί θηρίου βαίνω [«ωνομάσθη δέ από τών επών των πρώτων εις Διόνυσον γεγραμμένων εξ Ινδίας επί άρματος τίγρεων επανερχόμενον. Λέγεται δέ καί Διόνυσος θρίαμβος διότι επί θηρών βέβηκεν, οίον θηρίαμβος» (λεξικόν ΣΟΥΪΔΑ).
Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες εικόνες του Διονύσου τον δείχνουν καβάλα σε πάνθηρα ή τίγρη].
Μπαμπινιώτης: Αγνώστου ετύμου, πιθανόν προελληνικό πελασγικό δάνειο.

17. Φιλισταίος: φίλος + ίστίον [ιστίον εκ του ίστημι (Οι Φιλισταίοι προέρχονται από τους «λαούς της θάλασσας» που αναστάτωσαν τη Μεσόγειο πριν από τον Τρωικό πόλεμο)].
Μπαμπινιώτης: Από το εβραϊκό Ρalos= εισβάλλω.

18. αετός: Από το ρήμα «aΐω»= αντιλαμβάνομαι δια της ακοής
Μπαμπινιώτης: από το ινδοευρωπαϊκό awi= πτηνό.

19. κάτεργο: κατά + είργω [είργω= εμποδίζω την έξοδο (κοινώς φυλακίζω, εξ ού και το "κάθειρξης"].
Μπαμπινιώτης: κατά + έργο= καλλιεργημένο, οργωμένο.

20. Ναπολέων: νάπη + λέων [νάπη= δενδρώδης περιοχή – λημέρι. Ναπολέων= το λημέρι του λέοντος (Ως γνωστόν ο Ναπολέων είναι γόνος Ελλήνων της Κορσικής. Ο πατέρας του λεγόταν Καλόμερος Κομνηνός και η μητέρα του ήταν το γένος Στεφανοπούλου)].
Μπαμπινιώτης: από το γαλλικό Napoleon.

21. αυτί: Παλαιότερος τύπος του ούς (του ωτός) είναι το αϋς (τοϋ αυτός, τω αυτί κλπ).
Μπαμπινιώτης: Η γραφή με υ δεν έχει ετυμολογική βάση (αφτί δηλαδή).

22. ίγμα: ίζημα, [κατακάθι, αποτέλεσμα καθίζησης (φιλτραρίσματος)].
Μπαμπινιώτης: μεταφορά στην Ελληνική το όνομα του αγγλικού highmoritis (επώνυ­μο άγγλου γιατρού Highmore) .

23. Ιεροσόλυμα: ιερόν του Σολύμου. [Σόλυμος: Γιος του Δία, ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του λαού των Σολύμων στην Μικρά Ασία. Ο ναός που έκτισε προς τιμήν του Διός ονομάστηκε το ιερόν του Σολύμου].
Μπαμπινιώτης: αβέβαιου ετύμου, πιδανόν από το εβραϊκό Yeriusalayimι

24. λάβρος: από τη λέξη «λάβρυς» [= ο διπλός Μινωικός πέλεκυς και σύμβολο της Μινωικής θαλασσοκρατορίας].
Μπαμπινιώτης: πιθανόν από τους τύπους λαβείν και λάζομαι= αποκτώ

25. ομπρέλα: από το «όμβρος»= βροχή - ομβρέω= βρέχω
Μπαμπινιώτης: από το Ιταλικό ombrella ή λατινικό umbrella

26. κρύσταλλος: από τo ρήμα «κρυσταίνω»= παγώνω. [Στράβων: κρυσταλλοφανή= τα σκεύη τα υάλινα].
Μπαμπινιώτης: κρύος + άλλος (επίθημα).

27. παραγάδι: παρά τον γάδον. [γάδος = κουβάς (και κάδος)].
Μπαμπινιώτης: παραγαύδιον= είδος φορέματος με κρόσσια. Λατινικό paraguada, πιθανόν περσικό δάνειο.

28. χαμομήλι: χαμαί + μήλον. [μήλον= αρχαία ελληνική λέξη που σημαίνει πρόβατο ( εξ ού και μηλιωτή= η προ­βιά) (προφανώς από το άσπρο χρώμα στα λιβάδια)].
Μπαμπινιώτης: χαμαί + μήλον (μόνο).

29. άνδρας: δρω προς τα άνω
Μπαμπινιώτης: α + Ινδοευρωπαϊκό her ή σανσκριτικό har= άνδρας.

30. άνθρωπος: άνω + θρώσκω. [θρώσκω= επιπηδώ, αφορμώ].
Μπαμπινιώτης: αρχ. αβέβαιου ετύμου. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που συνδέει τη λέξη με το άνδρας + ώψ (πρόσωπο, όψη).

31. θρησκεία: [«λέγεται γάρ ως Ορφεύς ό Θράξ πρώτος ετεχνολόγησε τα Ελλήνων μυστήρια και το τιμάν θεόν "θρησκεύειν"· έκάλεσαν ώς Θρακίας έσης της ευρέσεως» (λεξικό ΣΟΥΪΔΑ)].
Μπαμπινιώτης: Αβέβαιου ετύμου. Πιστεύεται ότι συνδέεται με τους τύπους θρήσκω «νοώ» και θρασκείν «θυμίζω».

32. ριζίτικα: από την αρχαία λέξη «ροιζήτωρ» (και όχι ριζίτωρ) που σημαίνει θορυβώδης, βροντώδης (τα «ριζίτικα» τραγούδια διακρίνονται για την ένταση και τον δυνατό τους ήχο).
Μπαμπινιώτης: δημοτικά της Κρήτης που σχετίζονται με τις ρίζες και τις καταβολές.

33. Κοχλίας: εκ του «κάλχη» [«καλχαίνω»= κάνω κάτι πορφυρό. Μεταφορικά «καλχαίνω»= σκέπτομαι ή εξετάζω σε βάθος κάτι ( εξ ου Κάλχας, μάντης των Αχαιών)].
Μπαμπινιώτης: κοχλιών— σαλιγκάρι, κόχλος που συγγενεύει με κόγχη Ινδοευρωπα­ϊκού ετύμου konkho= κοχύλι.

34. θρόνος: από το ρήμα«θράω» [που σημαίνει κάθομαι].
Μπαμπινιώτης: από το ινδοευρωπαϊκό dher= συγκρατώ, φέρω ίσως και θρησκεύω.

35. αιγίδα: από το ρήμα «αίσσω» [= κινούμαι ορμητικά, αναπηδώ].
Μπαμπινιώτης: αβέβαιου ετύμου, πιθανόν από το «αίξ».

36. αήρ: εκ του ρήματος«άημι» [= πνέω δυνατά, φυσώ].
Μπαμπινιώτης: εκ του αείρω - αίρω— σηκώνω.

37. ανία: από το ρήμα «ανιάω» [= λυπώ, προξενώ στενοχώρια].
Μπαμπινιώτης: αβέβαιου ετύμου. Μη επιβεβαιωμένες παραμένουν οι συνδέσεις με το σανσκριτικό amira.= ενόχληση.

38. φρόνησις: καλείται ή φορά, η σύμφωνος με την ροή και είναι όνησις. [(ωφέλεια της νοήσεως)(Σωκράτης - Πλάτωνος «Θεαίτητος» 190 Α-Β)].
Μπαμπινιώτης: αρχικό φρόνησις, φρονώ εκ του «φρήν» (φρενός), πιθανόν από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα «gwhren».

39. Διόνυσος: Δίας + νύσος. [Νύσος= το «χωλαίνειν» (περπατώ κουτσός). Ο Δίας, ως γνωστόν, μετά το θάνατο της Σεμέλης, κυοφόρησε τον Διόνυσο στον μηρό του. Όσο διαρκούσε η κύηση ο Δίας κούτσαινε (Νόννος Πανωπολίτης, Διονυσιακόν έπος)].
Μπαμπινιώτης: το α’ συνδετικό είναι από το Ζευς (του Διός). Το β1 συνδετικό είναι το πιο πιθανόν από το ΝΫσα, όνομα νυμφών που ήταν τροφοί του Διονύσου.

40. επτά: από τή λέξη «σεπτός» [= σοφός, ιερός (σ-επτός και το σ γίνεται δασεία πάνω από το ε)].
Μπαμπινιώτης: Ινδοευρωπαϊκό sept «επτά», σανσκριτικό sapta, λατινικό septem.

41. κούρος: από τό ρήμα «κέρρω» ή «κείρω» [που σημαίνει κουρεύω. Στην αρχαιότητα το κούρεμα των αγοριών ελάμβανε χώρα σαν τελετή που σηματοδοτούσε το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβική. Αυτό γινόταν όταν τα αγόρια έκλειναν το 12ο έτος].
Μπαμπινιώτης: εκ του «κορέννυμι» (πληρώ, γεμίζω).
Η Κέρος οφείλει το όνομα της στην ανυπαρξία βλάστησης. Κουρεμένο νησί. Κέρος.

42. Aλκυών: αλς + κύω [= κυοφορώ παρά την θάλασσα. Ως γνωστόν το πουλί γεννά τα αυγά του δίπλα στη θάλασσα και ο Δίας καθιέρωσε την περίοδο των αλκυονίδων ημερών για να μην καταστρέφονται τα αυγά από το κύμα].
Μπαμπινιώτης: αγνώστου ετύμου πιθανόν δάνειο μεσογειακής προελεύσεως.

Πηγές:
1. Λεξικό Σουϊδα
2.Liddel & Scott
3.Βυζαντίου Σκαρλάτου
4.Εγκ. Ήλιος του Ι.Πασσά
5.Περιοδικό Ελληνική Αγωγή
6.Λεξικό Σταματάκου
7.Εγκ. Μπριτάνικα
8.Εγκ. Πυρσός


Τετάρτη, 26 Νοεμβρίου 2008-  ΠΗΓΗ :Ριζοβόλος
http://rizovolos.blogspot.com/2008/11/o.html







Ιστορίες για την γηραιά αρχόντισσα Καλλιθέα

Καλλιθέα είναι πολυπληθές νότιο προάστιο των Αθηνών και δήμος του Νοτίου Τομέα Αθηνών της Περιφέρειας Αττικής. Διαθέτει μόνιμο πληθυσμό 100....