Διαταραχές προσωπικότητας
Οι διαταραχές προσωπικότητας είναι μια ανομοιογενής ομάδα διαταραχών, οι οποίες κωδικοποιούνται στο Άξονα ΙΙ του DSM, και θεωρούνται ως μακροχρόνια, διάχυτα και μη-ευέλικτα μοτίβα συμπεριφοράς και εσωτερικής εμπειρίας, τα οποία αποκλίνουν από τις προσδοκίες του δεδομένου πολιτισμού, και τα οποία οδηγούν σε μειωμένη κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα. Σε μερικές, αλλά όχι όλες τις περιπτώσεις το άτομο αισθάνεται ψυχολογική δυσφορία.
Κατ’ αρχάς αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν κάποια σημαντικά προβλήματα με τη διάγνωση της διαταραχής προσωπικότητας. Πρώτον, η αξιοπιστία της διάγνωσης από διαφορετικούς κλινικούς είναι σχετικά χαμηλή,
αν και έχει αυξηθεί σημαντικά με την έκδοση του DSM-IV. Δεύτερον, η αξιοπιστία ανάμεσα σε διαγνώσεις σε διαφορετικούς χρόνους για κάποιους τύπους Δ.Π. είναι πολύ χαμηλή (π.χ. η σχιζότυπη και η εξαρτημένη διαταραχή προσωπικότητας έχουν r=.11, και r=.15, αντίστοιχα). Αυτό σημαίνει ότι οι διαταραχές αυτές δεν έχουν τη σταθερότητα στο χρόνο που υπονοείται στον ορισμό του DSM.
Τρίτον, είναι συχνά δύσκολο να δοθεί μια διάγνωση, καθώς πολλοί άνθρωποι έχουν συμπεριφορές για τις οποίες θα μπορούσαν να δοθούν διαφορετικές διαγνώσεις. Έχει βρεθεί π.χ. ότι το 55% των ατόμων με διάγνωση μεταιχμιακής διαταραχής προσωπικότητας κάλυπταν τα κριτήρια για τη σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας, το 47% για την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, και το 57% για τη δραματική διαταραχή προσωπικότητας (Widiger et al., 1987).
Ομάδα Α: άτομα που παρουσιάζονται συχνά παράξενα ή εκκεντρικά
Τα συμπτώματα αυτών των διαγνωστικών κατηγοριών μοιάζουν κάπως με τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας, κυρίως κατά την πρόδρομη και την υπολειμματική φάση, και της παραληρητικής διαταραχής, αν και δεν παρουσιάζεται η ρήξη με την πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζει αυτές τις διαταραχές. Σε αυτήν την ομάδα περιλαμβάνονται τρεις διαγνώσεις: η παρανοειδής, η σχιζοειδής και η σχιζότυπη Δ.Π.
Παρανοειδής διαταραχή προσωπικότητας
Βασικό χαρακτηριστικό της παρανοειδούς προσωπικότητας είναι η καχυποψία για τους ανθρώπους και η επιθυμία τους να μείνουν «ελεύθεροι» από σχέσεις, στις οποίες φοβούνται ότι μπορεί να χάσουν τη δυνατότητα να αυτο-ορίζονται. Περιμένουν ότι οι άλλοι θα τους ξεγελάσουν και θα τους κακομεταχειριστούν και συνεχώς προσπαθούν να διακρίνουν πιθανά σημάδια τέτοιας συμπεριφοράς. Συχνά αντιδρούν εχθρικά και θυμωμένα σε συμπεριφορές τις οποίες αντιλαμβάνονται ως προσβολές. Επίσης, συχνά ζηλεύουν υπερβολικά για την πιστότητα των συντρόφων τους. Έχει υποστηριχθεί ότι συχνά υποτιμάται η ανάγκη αυτών των ανθρώπων για αυτονομία και ανεξαρτησία.
Όσο αφορά την πηγή του άγχους είναι το άγχος της προσκόλλησης, με τον τρόμο της απώλειας του προσωπικού ελέγχου και της ανεξαρτησίας, που για αυτούς συνεπάγεται, βρίσκεται πίσω από την αντίδρασή τους σε κάθε μορφής επήρεια από τους άλλους. Όσο αφορά τις γνωστικές λειτουργίες, η χαρακτηριστική έλλειψη εμπιστοσύνης των ατόμων αυτών χρωματίζει τις σκέψεις, τις αντιλήψεις και τις αναμνήσεις τους. Έχουν μια έντονη ενασχόληση με τις υποψίες τους, και επίσης επιλέγουν, μεγεθύνουν και διαστρεβλώνουν τις πράξεις των άλλων, ώστε να επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες τους. Όσο αφορά τη διάθεση και τη συμπεριφορά, το βασικό χαρακτηριστικό της παρανοειδούς προσωπικότητας αφορά την αμυντική εγρήγορση και τη, συχνά καλυμμένη, εχθρότητά τους.
Σχιζοειδής διαταραχή προσωπικότητας
Το βασικό χαρακτηριστικό της σχιζοειδούς διαταραχής προσωπικότητας είναι ένα ιδιαίτερα περιορισμένο φάσμα συναισθημάτων, το οποίο συνδυάζεται με έντονη κοινωνική αποστασιοποίηση. Βασικό χαρακτηριστικό είναι η ανικανότητα να σχηματίσουν διαπροσωπικές σχέσεις και η μειωμένη τους αντιδραστικότητα όσο αφορά οποιαδήποτε μορφή διέγερσης. Τα συναισθήματά τους είναι απρόσφορα και γενικά φαίνεται να τους λείπει η ζωντάνια και η πρωτοβουλία. Συχνά είναι αδιάφοροι όσο αφορά τη συναισθηματική αντίδραση των άλλων, η οποία φαίνεται να μην πηγάζει από αδιαφορία αλλά από μια ανικανότητα για ενσυναίσθηση.
Υπάρχουν διάφορες ψυχαναλυτικές υποθέσεις για τη σχιζοειδή προσωπικότητα, μια πρόσφατη διατύπωση τους είναι αυτή του Akhtar (1992): «είναι ανοιχτά αποκομμένος, αυτάρκης, αφηρημένος, μη ενδιαφέρον, α-σεξουαλικός και ιδιοσυγκρατικά ηθικός, ενώ κρυφά ιδιαίτερα ευαίσθητος, με συναισθηματικές ανάγκες, σε έντονη εγρήγορση, δημιουργικός» (141-142).
Όσο αφορά τα «γνωστικά λάθη» των σχιζοειδών, κατά τον Beck περιλαμβάνουν τα εξής: «Οι πυρηνικές τους πεποιθήσεις αποτελούνται από ιδέες όπως «είμαι βασικά μόνος», «οι στενές σχέσεις με άλλους ανθρώπους βασικά δεν φέρνουν ευχαρίστηση και είναι μπερδεμένες», «μπορώ να τα καταφέρω καλύτερα εάν δεν με εμποδίζουν οι άλλοι άνθρωποι», «οι στενές σχέσεις είναι ανεπιθύμητες γιατί εμπλέκονται και εμποδίζουν την ελευθερία της δράσης μου» (Beck & Freeman, 1990: 51).
Σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας
Ο όρος «σχιζότυπος» πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Rado στα 1950, και ως όρος αποτελεί μια σύμπτυξη των λέξεων «σχιζοφρενικός φαινότυπος». Βασίζεται δηλαδή στην υπόθεση ότι υπάρχει μια κληρονομική βάση για σχιζοφρένεια, η οποία όμως δεν εκδηλώνεται πλήρως.
Η σύγχρονη έννοια της σχιζότυπης διαταραχής προσωπικότητας βασίστηκε σε έρευνες που έγιναν στη Δανία με τα παιδιά γονιών με διάγνωση σχιζοφρένειας. Βρέθηκε ότι κάποια από αυτά τα παιδιά ανέπτυξαν σχιζοφρένεια, αλλά τα περισσότερα ανέπτυξαν κάτι που έδειχνε να είναι μια υπολειμματική μορφή σχιζοφρένειας.
Τα εμφανή χαρακτηριστική της σχιζότυπης ΔΠ περιλαμβάνουν μια ποικιλία από επίμονα και έντονα εκκεντρικά χαρακτηριστικά που αφορούν τη συμπεριφορά, τη σκέψη και την αντίληψη, και μια έντονη τάση κοινωνικής απομόνωσης, απόσυρσης και αποξένωσης. Έχει υποστηριχθεί (Millon, 1969) ότι αυτά τα «περίεργα» συμπτώματα από τη μία πλευρά συνεισφέρουν και από την άλλη πλευρά είναι το αποτέλεσμα μια πιο θεμελιώδους κοινωνικής απομόνωσης και προσωπικής αποξένωσης (από τον εαυτό). Από τη σκοπιά της γνωστικής ψυχοθεραπείας οι Beck & Freeman (1993) εστιάζονται στο περιεχόμενο των γνωστικών δυσλειτουργιών: το συναισθηματικό συλλογισμό και την προσωποποίηση.
Όσο αφορά την κλινική εικόνα διακρίνονται τρεις κατηγορίες χαρακτηριστικών. Το βασικό άγχος χαρακτηρίζεται ως άγχος αποπροσωποίησης. Όσο αφορά τις γνωστικές λειτουργίες, αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως αυτιστικές και διαζευκτικές.Όσο αφορά τη συμπεριφορά, βασικό χαρακτηριστικό είναι η κοινωνική απόσυρση και η φτωχή συναισθηματική ζωή.
Ομάδα Β: άτομα που παρουσιάζονται με έντονα δραματικά συναισθήματα και/ ή ασταθή
Οι διαγνώσεις σε αυτήν την κατηγορία περιλαμβάνουν άτομα με ένα εύρος συμπτωμάτων, τα οποία συγκλίνουν στο ότι τείνουν να συμπεριφέρονται με τρόπο ασταθή, απρόβλεπτο, αλλοπρόσαλλο και απαιτητικό, που αποζητά και διεκδικεί την προσοχή.
Μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας
Βασικό χαρακτηριστικό της διαγνωστικής αυτής κατηγορίας είναι η αστάθεια στις σχέσεις, στη διάθεση και στην εικόνα του εαυτού.
Ο Morey (1991) περιγράφει τη διαταραχή ως ένα σύνδρομο με τέσσερα βασικά στοιχεία:
1. δυσκολίες στην εδραίωση μια ασφαλούς ταυτότητας
2. έλλειψη εμπιστοσύνης
3. παρορμητική και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά
4. δυσκολία στον έλεγχο του θυμού και άλλων συναισθημάτων
Η κλινική εικόνα των ατόμων με διάγνωση μεταιχμιακής διαταραχής προσωπικότητας μπορεί να κατανοηθεί σε συνάρτηση με τρεις άξονες. Όσο αφορά:
Το βασικό άγχος αυτό είναι το άγχος του αποχωρισμού
Τη γνωστική τους λειτουργία, η σκέψη χαρακτηρίζεται διχοτομική, και βρίσκονται σε σύγκρουση όσο αφορά τις ανάγκες εξάρτησης
Το συναισθηματικό και συμπεριφορικό επίπεδο λειτουργίας, συνήθως χαρακτηρίζονται από καταθλιπτική και αυτό-υποτιμητική διάθεση, με έντονες ταλαντεύσεις στη συναισθηματική τους διάθεση και στη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια κάποιων περιόδων.
Θεωρίες αιτιολογίας της μεταιχμιακής διαταραχής προσωπικότητας
Οι περισσότερες υποθέσεις για τη μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας αντλούν από την ψυχαναλυτική θεωρία. Μια από τις πιο σημαντικές υποθέσεις αναπτύχθηκε από τον Otto Kernberg, θεωρητικό της σχολής των αντικειμενοτρόπων σχέσεων. Συνοπτικά, ο Kernberg υποστήριξε ότι τα άτομα με διάγνωση μεταιχμιακής διαταραχής προσωπικότητας είχαν πρώιμες σχέσεις, οι οποίες δεν χαρακτηριζόταν από συναισθηματική υποστήριξη και ζεστασιά, κάτι που τους οδήγησε να αναπτύξουν ένα εύθραυστο εγώ, κάτι που τους οδηγεί στο να αποζητούν συνεχώς την επιβεβαίωση από τους άλλους.
Πολλοί άνθρωποι έχουν βιώσει σεξουαλική και σωματική κακοποίηση ως παιδιά, και περιγράφουν ότι οι γονείς τους δεν τους φρόντιζαν και ότι δεν εξέφραζαν τα συναισθήματά τους, αλλά ότι υπήρχαν έντονες συγκρούσεις στην οικογένειά τους. Υπάρχουν κάποιες υποθέσεις ότι η μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας είναι μέρος της μετα-τραυματικής διαταραχής ή της διασχιστικής διαταραχής, η οποία έχει τις ρίζες της σε σοβαρή, τραυματική κακοποίηση ή παραμέληση στην παιδική ηλικία. Η ανικανότητα να κατανοήσει κανείς τις αντιφατικές όψεις των άλλων ή του εαυτού και να δεχθεί την αμφιθυμία, οδηγεί σε μια δυσκολία στη ρύθμιση των συναισθημάτων και καταλήγει σε έντονα και απόλυτα συναισθηματικά ξεσπάσματα.
Συμπεριφορική προσέγγιση
Μια ενδιαφέρουσα υπόθεση για τη μεταιχμιακή προσωπικότητα έχει διατυπωθεί από τη Linehan (1993). Κατ’ αυτήν, το βασικό χαρακτηριστικό των μεταιχμιακών είναι η «συναισθηματική απορύθμιση», η οποία είναι το αποτέλεσμα μιας συναισθηματικής ευαλωτότητας και ανικανότητας να ρυθμίσει το άτομο τα συναισθήματα του. Υποστηρίζει ότι πολλά άτομα με διάγνωση μεταιχμιακής διαταραχής προσωπικότητας προέρχονται από οικογένειες, οι οποίες έχουν την τάση να ακυρώνουν τις συναισθηματικές εμπειρίες των παιδιών, και περιμένουν από αυτά να είναι πάντα χαρούμενα και να μη δυσκολεύονται. Αν αποτυχαίνουν σε κάτι, αυτό ερμηνεύεται ως δικό τους φταίξιμο. Έτσι το παιδί δεν δέχεται ποτέ υποστήριξη για μικρές καθημερινές του δυσκολίες, και μπορεί να αποκτήσει την προσοχή και τη φροντίδα των γονιών του μόνο με έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα, το οποίο είναι κάτι που μαθαίνει. Επίσης, επειδή οι μικροστενοχώριες και τα μικροπροβλήματα τους δεν αντιμετωπίζονται μαζί με τους γονείς, τα παιδιά δεν μαθαίνουν τρόπους να αυτορυθμίζουν τα συναισθήματά τους, να παρηγορούν και να ηρεμούν τον εαυτό τους κ.λπ.
Γνωστική προσέγγιση:
«Τρεις βασικές παραδοχές αποκαλύπτονται συχνά στη γνωστική θεραπεία με μεταιχμιακά άτομα, και φαίνεται να παίζουν ένα βασικό ρόλο στη διαταραχή. Αυτές είναι «ο κόσμος είναι επικίνδυνος και κακοπροαίρετος», «είμαι αδύναμη και ευάλωτη» και «είμαι εγγενώς απαράδεκτη» (Beck & Freeman, 1992).
Δραματική διαταραχή προσωπικότητας
Η διάγνωση της δραματικής διαταραχής προσωπικότητας αναφέρεται σε ανθρώπους που είναι ιδιαίτερα δραματικοί, εκφράζουν με υπερβολικό τρόπο τα συναισθήματα τους, και επιζητούν συνεχώς να βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής και του ενδιαφέροντος.
Ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας
Η διάγνωση της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας αφορά ανθρώπους που έχουν μια μεγαλειώδη εικόνα για τη μοναδικότητα και τις ικανότητές τους, και έμμονες φαντασίες μεγάλης επιτυχίας. Απαιτούν την αποκλειστική και συνεχή προσοχή και τον θαυμασμό των άλλων. Έχουν δύσκολες διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς συνήθως έχουν έλλειψη ενσυναισθητικής κατανόησης, δείχνουν έντονο φθόνο, είναι αλαζονικοί και συχνά εκμεταλλεύονται και χρησιμοποιούν τους άλλους, θεωρώντας ότι οι άλλοι, κατά κάποιον τρόπο, τους χρωστούν.
Αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας και ψυχοπάθεια
Ο ενήλικας με διάγνωση αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας έχει συχνά παραβατική συμπεριφορά, είναι παρορμητικός, βίαιος και ριψοκίνδυνος. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ έχει συνείδηση των πράξεών του δεν αισθάνεται και/ ή δεν εκφράζει μετάνοια ή καμία ενσυναίσθηση για τις ανάγκες και τα συναισθήματα των άλλων.
Η έννοια της ψυχοπάθειας αναπτύχθηκε κυρίως στο έργο του Harvey Cleckley. Η ψυχοπάθεια διαγιγνώσκεται σε συνάρτηση με δύο βασικές κατηγορίες συμπτωμάτων: (α) τη συναισθηματική αποστασιοποίηση και (β) τον αντικοινωνικό τρόπο ζωής, που χαρακτηρίζεται από παρορμητικότητα και ανευθυνότητα.
Ομάδα Γ: άτομα που συνήθως παρουσιάζονται αγχώδη ή φοβισμένα
Η ομάδα Γ των διαταραχών προσωπικότητας περιλαμβάνει συμπτώματα άγχους, φόβου και ανησυχίας, με διαφορές όσο αφορά το αντικείμενο της ανησυχίας και τους τρόπους που χρησιμοποιεί το άτομο για να τη διαχειριστεί. Περιλαμβάνει την αποφευκτική, την εξαρτημένη και την ψυχαναγκαστική- καταναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας.
Αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας
Η αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από την κοινωνική απόσυρση λόγω του έντονου φόβου απόρριψης. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας είναι η υπερευαισθησία σε κάθε πιθανότητα απόρριψης, ταπείνωσης, ή ντροπιάσματος μέσα στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Εξαρτημένη διαταραχή προσωπικότητας
Το βασικό χαρακτηριστικό της εξαρτημένης διαταραχής προσωπικότητας είναι η εξάρτηση από τους άλλους ανθρώπους και μια αδυναμία (που συνήθως εκφράζεται με τη μορφή φόβου) να πάρει το άτομο την ευθύνη των επιλογών και των αποφάσεών του. Η διάγνωση για την εξαρτημένη διαταραχή προσωπικότητας αναφέρεται σε δύο τύπους συμπτωμάτων: (α) συμπεριφορές εξάρτησης και (β) δυσκολίες στη δημιουργία δεσμών.
Καταναγκαστική ψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας
Το βασικό χαρακτηριστικό της καταναγκαστικής ψυχαναγκαστικής διαταραχής προσωπικότητας είναι η υπερβολική εμμονή με την τάξη, την τελειομανία, τον έλεγχο, τις λίστες, τους κανόνες και τα προγράμματα, στο βαθμό που συχνά χάνεται το κύριο σημείο της δραστηριότητας. Τα άτομα με διάγνωση καταναγκαστικής ψυχαναγκαστικής διαταραχής προσωπικότητας είναι συνήθως άκαμπτα και τυπικά στις σχέσεις τους με τους άλλους, και γενικά δεν δείχνουν να παίρνουν ικανοποίηση από τη ζωή.
Φύλο και διαταραχή προσωπικότητας
Κάποιες διαταραχές προσωπικότητας δίνονται πολύ πιο συχνά στις γυναίκες (δραματική, εξαρτημένη, μεταιχμιακή) ενώ άλλες στους άντρες (παρανοειδής, σχιζότυπη, σχιζοειδής, ναρκισσιστική, καταναγκαστική-ψυχαναγκαστική, αντικοινωνική). Έχει υπάρξει σημείο ιδιαίτερα έντονων συζητήσεων σε ποιο βαθμό οι ίδιες οι διαγνωστικές κατηγορίες είναι προκατειλημμένες έναντι των γυναικών. Για παράδειγμα, η Marcie Kaplan (1983) υποστήριξε ότι τα διαγνωστικά κριτήρια της δραματικής και της εξαρτημένης διαταραχής προσωπικότητας είναι υπερβολικές εκφράσεις χαρακτηριστικών που συνήθως θεωρούνται στερεοτυπικά θηλυκά (π.χ. συναισθηματικότητα, αναζήτηση της προσοχής, σαγηνευτικότητα, εξαρτητικότητα). Αυτό που υποστήριξε η Kaplan είναι ότι τα κοινωνικά πρότυπα ορίζουν τις γυναίκες ως δραματικές, και όταν αυτές συμπεριφέρονται έτσι, θεωρούνται διαταραγμένες. Με τον ίδιο τρόπο, οι κοινωνικές συνθήκες τοποθετούν τις γυναίκες σε θέσεις εξάρτησης, και όταν αυτές παρουσιάζουν εξαρτημένη συμπεριφορά, διαγιγνώσκονται ως διαταραγμένες.
Κατά την αναδιαμόρφωση του DSM-ΙΙΙ υπήρξε πολύ έντονη αντίδραση από ομάδες ακτιβιστών σε κάποιες από τις προτεινόμενες διαγνωστικές κατηγορίες. Για παράδειγμα είχε προταθεί η αλλαγή του όρου από «μαζοχιστική διαταραχή προσωπικότητας» (στον οποίο γινόταν αναφορά στο DSM-III) σε «αυτό-ηττούμενη διαταραχή προσωπικότητας». Οι αντιδράσεις είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι θεωρήθηκε ότι αυτή η διάγνωση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να παθολογικοποιήσει και να στιγματίσει περαιτέρω τα θύματα οικογενειακής και σεξουαλικής βίας. Μια παράλληλη διαμάχη συνέβη για την προτεινόμενη «σαδιστική διαταραχή προσωπικότητας», για παρόμοιους λόγους. Υποστηρίχθηκε, δηλαδή, ότι οι άντρες που κακοποιούν ή βιάζουν γυναίκες και παιδιά με αυτόν τον τρόπο θα απαλλασσόταν από την ευθύνη των πράξεών τους, καθώς θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, και ότι η συμπεριφορά τους ήταν το αποτέλεσμα της διαταραχής προσωπικότητάς τους. Τελικά καμία από τις οι δύο προτεινόμενες διαγνώσεις δε συμπεριλήφθηκε στην τέταρτη έκδοση του DSM.
Δύο βασικά θέματα που αφορούν τη διαδικασία της διάγνωσης διαφαίνονται μέσα από αυτό το παράδειγμα. Το πρώτο θέμα είναι ότι η διάγνωση, όπως και κάθε άλλος κοινωνικός θεσμός, είναι θέμα πολιτικό και όχι «απλά» επιστημονικό, καθώς αφορά τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Το δεύτερο θέμα έχει να κάνει με την ευρύτερη λειτουργία του ψυχολογικού λόγου: ότι από τη στιγμή που μια συμπεριφορά ορίζεται σε σχέση με μια «ψυχολογική διαταραχή», τότε (α) τείνουμε να θεωρούμε ότι είναι ένα πρόβλημα «μέσα» στο άτομο και όχι ένα θέμα κοινωνικό (β) τείνουμε να χρησιμοποιούμε την «ψυχολογική διαταραχή» ως εξήγηση για τη συμπεριφορά, και (γ) το άτομο που παρουσιάζει τη συμπεριφορά απαλλάσσεται από την ηθική και νομική ευθύνη της συμπεριφοράς του.
Τα παραπάνω θέματα, αφορούν και τη διάγνωση διαταραχής προσωπικότητας σε άτομα από διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Βέβαια, μέσα στον ορισμό της διαταραχής προσωπικότητας αναφέρεται ότι η συμπεριφορά «αποκλίνει σημαντικά από τις προσδοκίες του πολιτισμού (της κουλτούρας) του ατόμου», αλλά το να διαχωρίσει κανείς ποιες συμπεριφορές είναι «πολιτισμικά καθορισμένες» και θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές ως τέτοιες, και ποιες συμπεριφορές είναι «παθολογικές» δεν είναι απλό.
Department Of Psychology A.U.TH.