Στις σωματόμορφες διαταραχές, το άτομο παραπονείται για σωματικά συμπτώματα, κάποιες φορές πολύ έντονα, που παραπέμπουν σε κάποιο σωματικό ελάττωμα ή δυσλειτουργία και για τα οποία δεν μπορεί να ανιχνευθεί κάποια οργανική βάση. Τα συμπτώματα δε βρίσκονται κάτω από τον εκούσιο έλεγχο του ατόμου, ούτε δημιουργούνται εσκεμμένα. Άτομα με σωματόμορφες διαταραχές τείνουν να αναζητούν ιατρική θεραπεία και συνήθως νιώθουν δυσφορία και σύγχυση όταν οι γιατροί δεν είναι σε θέση να τους προσφέρουν μία οργανική εξήγηση για τις ενοχλήσεις τους.
Κατά το DSM-IV-TR οι σωματόμοφες διαταραχές είναι
διαταραχή πόνου,
σωματοδυσμορφική διαταραχή,
υποχονδρίαση
σωματοποιητική διαταραχή
διαταραχή μετατροπής.
Διαταραχή Πόνου
Κριτήρια του DSM-IV-TR για τη Διαταραχή Πόνου
Πόνος που είναι αρκετά σοβαρός ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση κάποιου ειδικού
Ο πόνος προκαλεί σημαντική δυσφορία ή έκπτωση στη λειτουργικότητα
Οι ψυχολογικοί παράγοντες θεωρούνται σημαντικοί για την έναρξη, τη σοβαρότητα ή τη διατήρηση του πόνου
Ο πόνος δεν δημιουργείται εσκεμμένα, ούτε είναι προσποιητός
Ο πόνος δεν οφείλεται σε κάποιο άλλο ψυχολογικό πρόβλημα
Ο πόνος μπορεί να αρχίζει ή να εντείνεται έπειτα από κάποια σύγκρουση ή στρες. Σε έναν εξωτερικό παρατηρητή, ίσως φαίνεται ότι το άτομο χρησιμοποιεί τον πόνο για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη δραστηριότητα ή για να αποσπάσει την προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων, αλλά το ίδιο το άτομο βιώνει τον πόνο ως αποκλειστικά σωματικό σύμπτωμα.
Η ακριβής διάγνωση είναι δύσκολη, επειδή ο πόνος είναι μία υποκειμενική εμπειρία. Όμως, σε κάποιο βαθμό, τα άτομα με διαταραχή πόνου περιγράφουν τον πόνο τους διαφορετικά από εκείνους που έχουν κάποιο σωματικό πρόβλημα, οι οποίοι: τείνουν να εντοπίζουν τον πόνο πιο συγκεκριμένα, δίνουν πιο λεπτομερείς περιγραφές των αισθήσεων πόνου που έχουν και περιγράφουν σαφέστερα τους παράγοντες που αυξάνουν ή μειώνουν τον πόνο τους.
Σωματοδυσμορφική Διαταραχή
Κριτήρια του DSM-IV-TR για τη Σωματοδυσμορφική Διαταραχή
• Έντονη ενασχόληση του ατόμου με κάποιο φανταστικό ελάττωμα ή εμφανώς υπερβολική ανησυχία για κάποιο μικρό ελάττωμα στην εξωτερική του εμφάνιση
• Αυτή η έντονη ενασχόληση προκαλεί σημαντική δυσφορία ή έκπτωση στη λειτουργικότητα
• Αυτή η έντονη ενασχόληση δεν οφείλεται σε κάποια άλλη ψυχική διαταραχή, όπως είναι η ψυχογενής ανορεξία
Τα συμπτώματα προκαλούν ιδιαίτερη δυσφορία:
περίπου το 50% έχει αυτοκτονικό ιδεασμό
25% καταφεύγει τελικά στην πλαστική χειρουργική, χωρίς όμως να ανακουφίζονται
Η σωματοδυσμορφική διαταραχή εμφανίζεται λίγο συχνότερα στις γυναίκες από ό,τι στους άντρες, αλλά είναι σχετικά σπάνια διαταραχή, με επιπολασμό μικρότερο του 1 τοις εκατό. Συνήθως εμφανίζεται στα τέλη της εφηβείας.
Πολύ συχνή η συννοσηρότητα, και ειδικότερα με τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, την κοινωνική φοβία, την ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή, τη κατάχρηση ουσιών και τις διαταραχές της προσωπικότητας
Υποχονδρίαση
Κριτήρια του DSM-IV-TR για την Υποχονδρίαση
• Έντονη ενασχόληση του ατόμου με φόβους ότι έχει κάποια σοβαρή ασθένεια
• Η έντονη ενασχόληση συνεχίζεται παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο από τους γιατρούς
• Η έντονη ενασχόληση δεν οφείλεται σε παραληρητική διαταραχή ή σε σωματοδυσμορφική διαταραχή
• Τα συμπτώματα διαρκούν για τουλάχιστον 6 μήνες
• Τα συμπτώματα προκαλούν σημαντική δυσφορία ή έκπτωση στη λειτουργικότητα
Η διαταραχή συνήθως ξεκινά στην πρώιμη ενήλικη ζωή και τείνει να είναι χρόνια.
Η υποχονδρίαση συνυπάρχει συχνά με τις αγχώδεις διαταραχές και τις διαταραχές της διάθεσης, γεγονός που έχει οδηγήσει κάποιους ερευνητές να συμπεράνουν ότι δεν αποτελεί διακριτή διαταραχή, αλλά σύμπτωμα άλλων διαταραχών
Δύσκολη η διαφοροποίηση από τη σωματοποιητική διαταραχή: το άτομο με υποχονδρίαση ανησυχεί ότι τα συμπτώματά του αποτελούν ένδειξη μιας πολύ σοβαρής ασθένειας.
Σωματοποιητική διαταραχή
Κριτήρια του DSM-IV-TR για τη Σωματοποιητική Διαταραχή
• Ιστορικό πολλών εκφράσεων δυσαρέσκειας για σωματικές ενοχλήσεις επί σειρά ετών
• Τουλάχιστον τέσσερα συμπτώματα πόνου, καθώς και τουλάχιστον δύο γαστρεντερικά συμπτώματα, ένα σεξουαλικό σύμπτωμα και ένα ψευδονευρολογικό σύμπτωμα
• Τα συμπτώματα δεν οφείλονται σε κάποιο ιατρικό πρόβλημα ή είναι υπερβολικά σε σχέση με κάποιο ιατρικό πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίζει το άτομο
• Τα συμπτώματα προκαλούν σημαντική δυσφορία ή έκπτωση στη λειτουργικότητα
Τα άτομα με σωματοποιητική διαταραχή τείνουν να επισκέπτονται συχνά τους γιατρούς, να πηγαίνουν σε αρκετούς διαφορετικούς γιατρούς για ένα συγκεκριμένο σύμπτωμα και να δοκιμάζουν πολλά διαφορετικά φάρμακα. Οι νοσηλείες ή ακόμα και οι χειρουργικές επεμβάσεις είναι συνηθισμένες. Οι ασθενείς συνήθως εκφράζουν τα παράπονά τους με έναν δραματικό, υπερβολικό τρόπο ή τα απαριθμούν σε ένα εκτενές και σύνθετο ιατρικό ιστορικό και πολλοί πιστεύουν ότι πάσχουν από κάτι σε όλη τους τη ζωή.
Η σωματοποιητική διαταραχή συνήθως ξεκινά στις αρχές της ενήλικης ζωής αν και υπάρχουν στοιχεία ότι μπορεί η πορεία της να μην είναι τόσο σταθερή όσο υπονοείται από τα κριτήρια του DSM-IV-TR.
Υπάρχει υψηλή συννοσηρότητα με τις αγχώδεις διαταραχές, τις διαταραχές της διάθεσης, την κατάχρηση ουσιών, αρκετές από τις διαταραχές της προσωπικότητας και τη διαταραχή μετατροπής.
Ο επιπολασμός ζωής της σωματοποιητικής διαταραχής εκτιμάται σε λιγότερο από το 0.5 τοις εκατό του πληθυσμού των Η.Π.Α.
Το DSM-IV-TR σημειώνει ότι τα ειδικότερα συμπτώματα της διαταραχής μπορεί να ποικίλλουν στα διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια.
Διαταραχή Μετατροπής
Κριτήρια του DSM-IV-TR για τη Διαταραχή Μετατροπής
• Ένα ή περισσότερα συμπτώματα που επηρεάζουν την κινητική ή την αισθητηριακή λειτουργία και παραπέμπουν σε κάποιο νευρολογικό ή σωματικό πρόβλημα
• Τα συμπτώματα σχετίζονται με κάποια σύγκρουση ή στρες
• Τα συμπτώματα δεν δημιουργούνται εκούσια και δεν μπορούν να εξηγηθούν βάσει κάποιου ιατρικού προβλήματος
• Τα συμπτώματα προκαλούν σημαντική δυσφορία ή έκπτωση στη λειτουργικότητα ή δικαιολογούν ιατρική αξιολόγηση
Τα άτομα μπορεί να βιώνουν μερική ή ολική παράλυση των χεριών ή των ποδιών τους, επιληπτικές κρίσεις και διαταραχές του συντονισμού, αίσθηση τσιμπήματος, μυρμηγκιάσματος ή ανατριχίλας στο δέρμα, έλλειψη ευαισθησίας στον πόνο ή αναισθησία, δηλαδή απώλεια της αισθητικότητας.
Η όραση μπορεί να υποστεί σοβαρή έκπτωση. Το άτομο ενδέχεται να εμφανίσει μερική ή ολική τύφλωση ή να έχει σωληνοειδή όραση, στην οποία το οπτικό πεδίο περιορίζεται, όπως θα ήταν αν κανείς κοιτούσε μέσα από έναν σωλήνα.
Αφωνία, απώλεια της φωνής με εξαίρεση την ψιθυριστή ομιλία.
Ανοσμία, απώλεια της αίσθησης της όσφρησης
Η διαταραχή μετατροπής έχει μία μακρά ιστορία. Ο όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τη διαταραχή ήταν η υστερία, την οποία ο Έλληνας γιατρός Ιπποκράτης θεωρούσε ως μία πάθηση που περιοριζόταν στις γυναίκες και που προκαλούνταν από την περιπλάνηση της μήτρας μέσα στο σώμα. (Η περιπλανώμενη μήτρα συμβόλιζε τη μεγάλη επιθυμία του γυναικείου σώματος για τη γέννηση ενός παιδιού.) Ο όρος «μετατροπή» προήλθε από τον Sigmund Freud, που θεωρούσε ότι το άγχος και η ψυχική σύγκρουση μετατρέπονται σε σωματικά συμπτώματα.
Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται στην εφηβεία ή την πρώιμη ενήλικη ζωή, συνήθως μετά από κάποιο στρεσογόνο γεγονός. Ένα επεισόδιο μπορεί να λήξει ξαφνικά, αλλά συνήθως αργά ή γρήγορα η διαταραχή επανεμφανίζεται, είτε στην αρχική της μορφή είτε με κάποιο διαφορετικό σύμπτωμα.
Ο επιπολασμός της διαταραχής μετατροπής είναι μικρότερος από 1 τοις εκατό και η διάγνωση δίνεται συχνότερα σε γυναίκες από ό,τι σε άντρες, με εξαίρεση στρατιώτες στον Πρώτο ΠΠ
Η διαταραχή μετατροπής συχνά παρουσιάζει συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές, π.χ. με τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και την κατάχρηση ουσιών, καθώς και με διαταραχές της προσωπικότητας, κυρίως με τη μεταιχμιακή και τη δραματική διαταραχή της προσωπικότητας.
Είναι σημαντικό να διακρίνονται τα συμπτώματα της διαταραχής μετατροπής από παρόμοια συμπτώματα που όντως έχουν νευρολογική βάση.
Υπόκριση και Ακατανόητα Προσποιητή Διαταραχή
Στο DSM-IV-TR, η υπόκριση ταξινομείται στις «Άλλες Καταστάσεις που Μπορεί να Βρεθούν στο Επίκεντρο της Προσοχής Ειδικών». Στην υπόκριση, το άτομο προσποιείται εσκεμμένα ότι πάσχει από κάποια ανικανότητα, προκειμένου να αποφύγει κάποιο καθήκον ή προκειμένου να πετύχει κάποιο στόχο, όπως το να πάρει κάποια αποζημίωση από ασφαλιστική εταιρεία. Σχετίζεται με τις σωματόμορφες διαταραχές, καθώς το άτομο παρουσιάζει συμπτώματα που δεν έχουν οργανική βάση.
Για τη διάκριση μεταξύ υπόκρισης και διαταραχής μετατροπής, οι κλινικοί προσπαθούν να προσδιορίσουν εάν τα συμπτώματα έχουν υιοθετηθεί συνειδητά ή ασυνείδητα. Στην υπόκριση τα συμπτώματα τύπου μετατροπής βρίσκονται κάτω από εκούσιο έλεγχο, κάτι που θεωρείται ότι δεν συμβαίνει στη διαταραχή μετατροπής αν και αυτό είναι πολύ δύσκολο να αποδειχτεί.
Ένα χαρακτηριστικό που μπορεί κάποιες φορές να βοηθήσει στο διαχωρισμό των δύο διαταραχών είναι η λεγόμενη «μακάρια αδιαφορία» (la belle indifférence), η οποία χαρακτηρίζεται από μία σχετική έλλειψη ενδιαφέροντος ή μία απαθή στάση απέναντι στα συμπτώματα, που είναι ασύμβατη με τη σοβαρότητά τους και με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που θεωρείται πως έχουν. Άτομα με διαταραχή μετατροπής εκδηλώνουν μερικές φορές τη συμπεριφορά αυτή. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να μιλούν ακατάπαυστα και με δραματικό ύφος για τα συμπτώματά τους, αλλά συχνά χωρίς να εκφράζουν την ανησυχία που θα περίμενε κανείς. Αντίθετα, εκείνοι που υποκρίνονται είναι συνήθως πιο συγκρατημένοι και προσεκτικοί, ίσως επειδή θεωρούν ότι υπάρχει ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί το ψέμα τους στην πορεία μιας συνέντευξης.
Η ακατανόητα προσποιητή διαταραχή, που ταξινομείται στο DSM-IV-TR ως διακριτή διάγνωση, σχετίζεται επίσης με τις σωματόμορφες διαταραχές. Εδώ το άτομο προκαλεί εσκεμμένα σωματικά συμπτώματα (ή κάποιες φορές ψυχολογικά συμπτώματα). Μπορεί να επινοήσει συμπτώματα, αναφέροντας για παράδειγμα οξύ πόνο ή μπορεί να προκαλέσει κάποιο τραύμα στον εαυτό του. Σε αντίθεση με την υπόκριση, τα συμπτώματα της ακατανόητα προσποιητής διαταραχής δε συνδέονται εμφανώς με κάποιο στόχο.
Η ακατανόητα προσποιητή διαταραχή μπορεί επίσης να διαγνωστεί σε ένα γονέα που προκαλεί σωματικές ασθένειες στο παιδί του. Στην περίπτωση αυτή, ονομάζεται ακατανόητα προσποιητή διαταραχή δια αντιπροσώπου ή σύνδρομο Munchausen δια αντιπροσώπου.
Αιτιολογία της Διαταραχής Μετατροπής
Μεγάλο μέρος των ερευνών για την αιτιολογία των σωματόμορφων διαταραχών έχει εστιαστεί στην κατανόηση της διαταραχής μετατροπής.
Ψυχαναλυτική Θεώρηση Η διαταραχή μετατροπής κατέχει κεντρική θέση στην ψυχαναλυτική θεωρία, καθώς τα συμπτώματά της αποτελούν ένα ξεκάθαρο παράδειγμα του ρόλου του ασυνείδητου.
Ο Freud (1895/1982) ανέπτυξε ένα ψυχαναλυτικό μοντέλο για τη διαταραχή μετατροπής, αντλώντας το υλικό του από περιπτώσεις όπως εκείνη της Άννας Ο. Ο Freud και ο συνεργάτης του Josef Breuer πρότειναν ότι η διαταραχή μετατροπής προκύπτει όταν: το άτομο βιώσει ένα γεγονός που του προκαλεί συναισθηματική διέγερση, το συναίσθημά του δεν εκφραστεί και η ανάμνηση του γεγονότος αποκοπεί από τη συνείδηση.
Σε μετέπειτα γραπτά του, ο Freud υποστήριξε ότι η διαταραχή μετατροπής στις γυναίκες έχει τις ρίζες της σε μη επιλυμένο Οιδιπόδειο, που οδηγεί σε ασυνείδητη έντονη ενασχόληση με το σεξ, σε συνδυασμό με την αποφυγή του σε συνειδητό επίπεδο. Στη μετέπειτα ζωή του κοριτσιού, η σεξουαλική διέγερση ή κάποια άλλη συνθήκη ξαναξυπνά τις απωθημένες ενορμήσεις του, προκαλώντας άγχος, που στη συνέχεια μετατρέπεται σε σωματικά συμπτώματα. Επιπλέον, όπως παρατήρησε ο Freud, τα συμπτώματα μπορεί επίσης να επιτρέπουν στο άτομο να αποφύγει κάποια δυσάρεστη συνθήκη ή να αποσπάσει την προσοχή των άλλων.
Πιο πρόσφατα ο Sackeim και οι συνεργάτες του (1979) πρότειναν ένα μοντέλο δύο σταδίων, που επικεντρώνεται στο σκεπτικό ην ιδέα ότι οι άνθρωποι δεν έχουν συνείδηση κάποιων αντιλήψεων και έχουν κίνητρο για την εμφάνιση συγκεκριμένων συμπτωμάτων.
Έρευνα για Πιθανούς Γενετικούς Παράγοντες Οι έρευνες δεν υποστηρίζουν την πρόταση ότι οι γενετικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στη διαταραχή μετατροπής
Κοινωνικοί και Πολιτισμικοί Παράγοντες Κατά τον τελευταίο αιώνα, υπήρξε μία εμφανής μείωση στην επίπτωση της διαταραχής μετατροπής, κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει ότι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες παίζουν κάποιο ρόλο στη διαταραχή. Έχει προταθεί ότι η μείωση της εμφάνισης τέτοιων συμπτωμάτων μπορεί να αποδοθεί σε μία γενικότερη χαλάρωση των σεξουαλικών ηθών και στην εξέλιξη του σύγχρονου πολιτισμού που είναι πιο ανεκτικός απέναντι στο άγχος
Έρευνες δείχνουν ότι η διάγνωση της υστερίας έχει μειωθεί στις δυτικές κοινωνίες αλλά παραμένει πιο διαδεδομένη σε χώρες που ίσως δίνουν λιγότερη έμφαση στην «ψυχολογικοποίηση» της δυσφορίας Τα αποτελέσματα αυτά είναι δύσκολο να ερμηνευτούν. Μπορεί να σημαίνουν ότι η αυξανόμενη και πιο σύνθετη γνώση γύρω από ιατρικά και ψυχολογικά φαινόμενα οδηγεί σε μείωση του επιπολασμού της διαταραχής μετατροπής. Από την άλλη, ίσως δείχνουν ότι οι διαγνωστικές πρακτικές ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, με αποτέλεσμα να προκύπτουν διαφορετικά ποσοστά.
Αιτιολογία των Άλλων Σωματόμορφων Διαταραχών
Γενετική Έρευνα για τις Σωματόμορφες Διαταραχές Οι γενετικοί παράγοντες φαίνεται να μην παίζουν ρόλο στις περισσότερες σωματόμορφες διαταραχές, με πιθανή εξαίρεση τη σωματοδυσμορφική διαταραχή.
Νευροβιολογία της Σωματοδυσμορφικής Διαταραχής Υπάρχουν κάποια στοιχεία ότι η σωματοδυσμορφική διαταραχή μπορέι να συνδέεται με την ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή.
Γνωστικά-Συμπεριφορικά Μοντέλα Τα γνωστικά-συμπεριφορικά μοντέλα προτείνουν ότι μία σειρά διαφορετικών μηχανισμών εμπλέκεται στις σωματόμορφες διαταραχές.
Θεωρείται ότι η διεργασία ξεκινά με ένα σωματικό σύμπτωμα, αποτέλεσμα είτε μιας σωματικής ασθένειας είτε μιας μη παθολογικής αλλαγής στη λειτουργία του οργανισμού (π.χ. αυξημένος καρδιακός ρυθμός έπειτα από σωματική προσπάθεια). Στην περίπτωση της σωματοδυσμορφικής διαταραχής, θεωρείται ότι η διεργασία ξεκινά όταν ένα άτομο παρατηρεί μία σωματική ανωμαλία.
Προτείνεται ότι τα άτομα που έχουν προδιάθεση για σωματόμορφες διαταραχές τείνουν να σκέφτονται με έναν χαρακτηριστικό τρόπο, βάσει του οποίου δίνουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή στα στοιχεία αυτά και ότι κάνουν πιο αρνητικές αποδόσεις αιτίου σε σχέση με αυτά. Η ακριβής μορφή των γνωστικών στρεβλώσεων μπορεί να διαφέρει, αλλά οι περισσότερες σωματόμορφες διαταραχές μοιάζει να χαρακτηρίζονται από ανησυχία σχετικά με την υγεία και από μία τάση του ατόμου να παρερμηνεύει με καταστροφικό τρόπο τα συμπτώματα (δηλαδή, να τα ερμηνεύει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο).
Μόλις αρχίζουν αυτές οι αρνητικές σκέψεις, το αυξημένο άγχος και οι μεταβολές στα επίπεδά της κορτιζόλης, αυξάνουν τα σωματικά συμπτώματα, αλλά και τη δυσφορία που βιώνει το άτομο εξαιτίας τους.
Οι στρεβλώσεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε 2 συμπεριφορικές συνέπειες: (α) το άτομο μπορεί να υιοθετήσει το ρόλο του ασθενή και να αποφύγει την εργασία και τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, κάτι που ενδέχεται να εντείνει τα συμπτώματα, μέσω του περιορισμού της σωματικής άσκησης και άλλων συμπεριφορών που προάγουν την υγεία
(β) το άτομο μπορεί να αναζητά επιβεβαίωση τόσο από γιατρούς όσο και από μέλη της οικογένειάς του, και αυτή η αναζήτηση βοήθειας ίσως ενισχυθεί εάν έχει ως συνέπεια το άτομο να αποσπά την προσοχή ή τη συμπόνια των άλλων, όπως και άλλα είδη συμπεριφορικής ενίσχυσης (π.χ. κάποιο επίδομα αναπηρίας)
Θεραπεία των Σωματόμορφων Διαταραχών
Οι σωματόμορφες διαταραχές είναι σπάνιες και συνεπώς έχουν διεξαχθεί ελάχιστες έρευνες με ομάδες ελέγχου για τη σχετική δραστικότητα των διαφόρων θεραπειών. Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην έρευνα αυτού του είδους είναι ότι τα περισσότερα άτομα με σωματόμορφες διαταραχές δεν θέλουν να συμβουλευτούν επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Έχει βρεθεί ότι η βραχεία ψυχοδυναμική θεραπεία είναι αποτελεσματική για την ανακούφιση από τα συμπτώματα των σωματόμορφων διαταραχών αλλά έχουν πραγματοποιηθεί ελάχιστες έρευνες με ομάδες ελέγχου που συγκρίνουν την ψυχοδυναμική θεραπεία με άλλες θεραπείες.
Στη γνωστική-συμπεριφορική προσέγγιση χρησιμοποιούνται διαφορετικές τεχνικές που εστιάζονται στο να βοηθήσουν τα άτομα (1) να αναγνωρίσουν και να αλλάξουν τα συναισθήματα που πυροδοτούν τις σωματικές τους ανησυχίες, (2) να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης τους γύρω από τα σωματικά τους συμπτώματα και, (3) να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, έτσι ώστε να σταματήσουν να υιοθετούν το ρόλο του ασθενή και να λαμβάνουν περισσότερη ενίσχυση από τη συμμετοχή τους σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις άλλου τύπου
Οι γνωστικές στρατηγικές περιλαμβάνουν την εκπαίδευση των ατόμων ώστε να δίνουν λιγότερη προσοχή στο σώμα τους ή εναλλακτικά να βοηθήσουν το άτομο να αναγνωρίζει και να αμφισβητεί τις αρνητικές σκέψεις για το σώμα του.
Διαταραχή Πόνου Μία σειρά διπλά τυφλών πειραμάτων έχουν δείξει ότι οι χαμηλές δόσεις κάποιων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων είναι αποτελεσματικές για τη μείωση του χρόνιου πόνου, ακόμη και σε χαμηλές δόσεις που δεν ανακουφίζουν την κατάθλιψη που σχετίζεται με αυτόν.
Σήμερα θεωρείται ότι κατά τη διεξαγωγή ψυχοθεραπείας, είναι άσκοπο να προσπαθεί κανείς να διακρίνει απόλυτα τον ψυχογενή πόνο από τον πόνο που έχει ιατρικά αίτια. Οι αποτελεσματικές θεραπείες για τη διαταραχή πόνου συνήθως περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
• Αναγνώριση και αποδοχή ότι ο πόνος είναι πραγματικός κι όχι απλά «στο μυαλό του ασθενούς»
• Εκπαίδευση στη χαλάρωση
• Ενίσχυση του ατόμου όταν εστιάζεται λιγότερο στον πόνο και περισσότερο στη ζωή του (σκληραγώγηση)
Γενικά είναι προτιμότερο η θεραπεία να εστιάζεται λιγότερο στα όσα δεν μπορεί να κάνει ο ασθενής λόγω του πόνου και περισσότερο στην εκπαίδευσή του σε τρόπους διαχείρισης του στρες, στο να τον ενθαρρύνει να εμπλακεί σε περισσότερες δραστηριότητες και στο να τον βοηθήσει να αποκτήσει υψηλότερη αίσθηση ελέγχου στη ζωή του. Πέρα από τη γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, έχει βρεθεί ότι μία μορφή βραχείας ψυχοδυναμικής θεραπείας (ψυχοδυναμική θεραπεία του σώματος (psychodynamic body therapy) είναι αποτελεσματική στη μείωση του πόνου των
Σωματοδυσμορφική Διαταραχή Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία θεωρείται αποτελεσματική στη μείωση των συμπτωμάτων της διαταραχής. Δεδομένων των κοινών στοιχείων ανάμεσα στη σωματοδυσμορφική διαταραχή και την ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή, η ενδεδειγμένη θεραπεία για την ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή (έκθεση και παρεμπόδιση της αντίδρασης) έχει τροποποιηθεί ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της σωματοδυσμορφικής διαταραχής.
Υποχονδρίαση Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία για τα άτομα με υποχονδρίαση στοχεύει στη μείωση της υπερβολικής προσοχής που δίνουν οι ασθενείς στις σωματικές τους αισθήσεις, στην αμφισβήτηση των αρνητικών τους σκέψεων για αυτές τις αισθήσεις και στην αποθάρρυνσή τους από το να ζητούν από τους γιατρούς να τους καθησυχάσουν.
Τα συμπεριφορικά στοιχεία της θεραπείας επικεντρώνονται στο να αποθαρρύνουν τα άτομα από το να ελέγχουν διαρκώς την υγεία τους, στο να αυξήσουν την εμπλοκή των ατόμων σε δραστηριότητες που προάγουν την υγεία και στο να μειώσουν την τάση τους να αναζητούν θεραπείες.
Σωματοποιητική Διαταραχή Προτείνεται ο γιατρός να μην αμφισβητεί την εγκυρότητα των σωματικών ενοχλήσεων του ατόμου, αλλά να ελαχιστοποιεί τη χρήση διαγνωστικών εξετάσεων και φαρμάκων και διατηρεί την επαφή του με το άτομο άσχετα με το αν αυτό διαμαρτύρεται για κάποια ασθένεια ή όχι.
Μία άλλη δυνατότητα είναι να κατευθύνει κανείς την προσοχή του ατόμου στις πηγές του άγχους και της κατάθλιψης, που ενδέχεται να βρίσκονται πίσω από τα ανεξήγητα σωματικά συμπτώματα (συχνά δυσκολίες στις σχέσεις), αντί να του επιτρέπει να επικεντρώνεται υπερβολικά σε ασήμαντες ενοχλήσεις και πόνους.
Διαταραχή Μετατροπής Η παραδοσιακή μακροχρόνια ψυχανάλυση και η ψυχαναλυτικά προσανατολισμένη ψυχοθεραπεία δεν έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμες στην περίπτωση της διαταραχής μετατροπής, πέρα ίσως από ότι μειώνουν την ανησυχία του ασθενή για την ανικανότητά του μέσω της υιοθέτησης μιας ήπιας, υποστηρικτικής προσέγγισης.
Οι μελέτες περίπτωσης υποδεικνύουν ότι συνήθως δεν είναι καλή ιδέα να προσπαθήσει κανείς να πείσει τα άτομα με διαταραχή μετατροπής ότι τα συμπτώματά τους σχετίζονται με ψυχολογικούς παράγοντες. Οι μελέτες περίπτωσης έχουν επίσης δείξει ότι μπορεί να βοηθητικό να ενισχύεται το άτομο, όταν λειτουργεί καλύτερα.
Department Of Psychology A.U.TH.