Τα συναισθήματα της κατάθλιψης και της μανίας (δηλαδή η ευφορία και η έξαρση που κάποιες φορές αισθανόμαστε) είναι συνηθισμένα και αποτελούν μέρος της καθημερινής ύπαρξης. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως αυτά τα συναισθήματα έχουν τέτοια ένταση και διάρκεια που διαταράσσουν σημαντικά την καθημερινότητα του ατόμου. Αυτές οι καταστάσεις ονομάζονται διαταραχές της διάθεσης ή συναισθηματικές διαταραχές.
Στο DSM-IV διακρίνονται οι εξής διαταραχές της διάθεσης:
(α) καταθλιπτικές διαταραχές: μείζων καταθλιπτική διαταραχή, δυσθυμική διαταραχή, και καταθλιπτική διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς
(β) διπολικές διαταραχές: διπολική Ι διαταραχή, διπολική ΙΙ διαταραχή, κυκλοθυμική διαταραχή και διπολική διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς
(γ) διαταραχή της διάθεσης οφειλόμενη σε γενική ιατρική κατάσταση
(δ) διαταραχή της διάθεσης οφειλόμενη σε ουσίες
(ε) διαταραχή της διάθεσης μη προσδιοριζόμενη αλλιώς
Προτείνονται επίσης προσδιοριστές, που περιγράφουν το τρέχον ή το πιο πρόσφατο επεισόδιο ή την πορεία των επεισοδίων που επαναλαμβάνονται.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των διαταραχών της διάθεσης είναι το ότι συμβαίνουν σε «επεισόδια». Τα βασικά χαρακτηριστικά του καταθλιπτικού και του μανιακού επεισοδίου περιγράφονται παρακάτω.
Μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο
Κατά το DSM-IV-TR πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον πέντε από τα παρακάτω συμπτώματα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες την περισσότερη μέρα, σχεδόν κάθε μέρα. Τουλάχιστον ένα από τα συμπτώματα πρέπει να είναι είτε η καταθλιπτική διάθεση είτε απώλεια ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης.
- Καταθλιπτική διάθεση: Τα άτομα περιγράφουν συναισθήματα μελαγχολίας που μπορεί, σε ακραίες μορφές, να φτάνουν στην πλήρη απελπισία.
- Απώλεια ευχαρίστησης ή ενδιαφέροντος στις συνηθισμένες ασχολίες. Πέρα από τη μελαγχολική διάθεση, οι άνθρωποι με διάγνωση κατάθλιψης χάνουν την ευχαρίστηση, και συνεπώς και το ενδιαφέρον τους, στις συνηθισμένες τους δραστηριότητες και συχνά περιγράφουν ότι δεν αξίζει να κάνει τίποτε από αυτά.
- Διαταραχές στην όρεξη: οι περισσότεροι άνθρωποι με διάγνωση κατάθλιψης χάνουν την όρεξή τους και χάνουν βάρος, χωρίς να κάνουν δίαιτα, ενώ κάποιοι άλλοι παρουσιάζουν αύξηση του βάρους.
- Διαταραχές στον ύπνο: η αϋπνία είναι πολύ συνηθισμένο σύμπτωμα της κατάθλιψης, αλλά σε κάποιους ο ύπνος μπορεί να αυξηθεί, παρά να μειωθεί.
- Ψυχοκινητική επιβράδυνση ή διέγερση: στο πιο συνηθισμένο μοτίβο, την επιβραδυμένη κατάθλιψη, το άτομο φαίνεται σαν να είναι υπερβολικά σωματικά κουρασμένο. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, τα συμπτώματα παίρνουν την αντίθετη μορφή, την διεγερμένη κατάθλιψη, η οποία χαρακτηρίζεται από ακατάπαυστη δραστηριότητα και ανησυχία.
- Απώλεια ενέργειας: συχνά τα άτομα περιγράφουν ότι αισθάνονται κουρασμένα και χωρίς ενέργεια, χωρίς να έχουν κάνει τίποτε.
- Συναισθήματα αναξιότητας και υπερβολικής ενοχής: θεωρούν τον εαυτό τους ανάξιο και ελλειμματικό σε όποια χαρακτηριστικά θεωρούν πιο σημαντικά. Συχνά, βιώνουν πολύ έντονα συναισθήματα ενοχής και πιστεύουν ότι έχουν προκαλέσει κακό σε άλλους.
- Δυσκολίες στη σκέψη και στη συγκέντρωση: Στην κατάθλιψη οι νοητικές διεργασίες συνήθως επιβραδύνονται. Τα άτομα τείνουν να είναι αναποφάσιστα, και συχνά αναφέρουν ότι δυσκολεύονται να σκεφτούν, να συγκεντρωθούν, να θυμηθούν και να πάρουν αποφάσεις για τη ζωή τους.
- Επαναλαμβανόμενες σκέψεις γύρω από το θάνατο και την αυτοκτονία: πολλά άτομα με διάγνωση κατάθλιψης σκέφτονται συχνά το θάνατο και την αυτοκτονία, και αισθάνονται ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος εάν δεν ζούσαν.
Το μανιακό επεισόδιο
Συνήθως το μανιακό επεισόδιο ξεκινά απότομα, μέσα σε λίγες ημέρες, και διαρκεί λιγότερο από το καταθλιπτικό επεισόδιο, και συνήθως τελειώνει επίσης σχετικά γρήγορα. Τα βασικά χαρακτηριστικά του μανιακού επεισοδίου κατά DSM-IV περιγράφονται παρακάτω.
Το άτομο πρέπει να έχει παρουσιάσει αλλαγή της διάθεσης για τουλάχιστον μια εβδομάδα (ή και μικρότερη διάρκεια εάν χρειάζεται νοσηλεία) και οι αλλαγές στη διάθεση πρέπει να διαταράσσουν σημαντικά τη λειτουργικότητά του. Κατά τη διάρκεια της περιόδου της ανεβασμένης διάθεσης, το άτομο βιώνει τουλάχιστον τρία από τα υπόλοιπα συμπτώματα (2-8).
- Συναισθηματική διάθεση η οποία είναι επίμονα ανεβασμένη, διαχυτική ή ευερέθιστη. Η αλλαγή της διάθεσης είναι το «απαραίτητο» διαγνωστικό σύμπτωμα για το μανιακό επεισόδιο. Η έντονη διαχυτικότητα συχνά συνοδεύεται από εκνευρισμό,.
- Διογκωμένη αυτοεκτίμηση ή αίσθημα μεγαλείου
- Ελαττωμένη ανάγκη για ύπνο
- Πίεση λόγου: αυξημένη ομιλητικότητα, μιλούν ακατάσχετα, δυνατά και έντονα, συχνά λένε διηγούνται ανέκδοτα και αστεία, στα οποία μόνο οι ίδιοι γελούν.
- Φυγή ιδεών: οι σκέψεις τους κινούνται και αλλάζουν πολύ γρήγορα.
- Διάσπαση της προσοχής: η προσοχή των ατόμων έλκεται πολύ εύκολα από ασήμαντα ή άσχετα ερεθίσματα.
- Υπερδραστηριότητα: η διαχυτική διάθεση συνήθως συνοδεύεται από αυξημένη στοχοκατευθυνόμενη δραστηριότητα (εργασιακή, κοινωνική, σωματική, και συχνά σεξουαλική δραστηριότητα) και από ψυχοκινητική διέγερση
- Ριψοκίνδυνη συμπεριφορά: η ευφορία και η αίσθηση μεγαλείου συχνά οδηγούν τα άτομα με διάγνωση μανίας σε παρορμητικές δράσεις.
- Συναισθηματική αστάθεια: ορισμένα άτομα παρουσιάζουν έντονη ευμεταβλητότητα και αστάθεια στη συναισθηματική τους κατάσταση, περνούν δηλαδή από την ευφορία στο θυμό ή στην κατάθλιψη
- Παραληρητικές ιδέες και ψευδαισθήσεις: σε κάποιες περιπτώσεις το άτομο αναφέρει παραληρητικές ιδέες ή/ και ψευδαισθήσεις, οι οποίες σχεδόν πάντοτε είναι σύμφωνες με τη συναισθηματική τους διάθεση
Εάν το επεισόδιο είναι πιο σύντομο ή είναι λιγότερο σοβαρό, τότε ονομάζεται υπομανιακό επεισόδιο.
Σε κάποιες περιπτώσεις, το άτομο παρουσιάζει τα διαγνωστικά συμπτώματα και του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου και του μανιακού επεισοδίου, π.χ. μπορεί να παρουσιάζει την αίσθηση μεγαλειότητας και την υπερδραστηριότητα, ενώ συγχρόνως να κλαίει και να απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει. Αυτός ο συνδυασμός ονομάζεται μεικτό επεισόδιο.
Μείζων καταθλιπτική διαταραχή
Το βασικό διαγνωστικό στοιχείο της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής είναι η παρουσία ενός ή περισσότερων μείζονων καταθλιπτικών επεισοδίων και ότι δεν έχει υπάρξει ποτέ μανιακό, μεικτό ή υπομανιακό επεισόδιο.
Η κατάθλιψη παρουσιάζεται δύο φορές πιο συχνά στις γυναίκες απ' ό,τι στους άνδρες, διαφορές που αρχίζουν να παρουσιάζονται στην εφηβεία.
Το πρώτο επεισόδιο κατάθλιψης συνήθως παρουσιάζεται στην ηλικία των 20 – 25 ετών.
Ο επιπολασμός ζωής είναι 10-25% για τις γυναίκες και 5-12% για τους άνδρες.
Ο επιπολασμός 4-6% του πληθυσμού.
Κλινική πορεία: Το 85% των ατόμων ξεπερνούν το καταθλιπτικό επεισόδιο μέσα σε έναν χρόνο, χωρίς κάποια παρέμβαση. Το 20-40% των ατόμων που έχουν κατάθλιψη παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση σε 2-4 μήνες ακόμη και εάν τους δίνεται εικονική θεραπεία (placebo). Περίπου 20-30% των ασθενών εξακολουθεί να έχει μερικά συμπτώματα αλλά όχι στην ίδια ένταση.
Περίπου 50-60% των ασθενών έχουν και δεύτερο επεισόδιο. Μετά από τρία επεισόδια, η πιθανότητα νέου επεισοδίου κατάθλιψης είναι 90%, ενώ περίπου 5-10% θα παρουσιάσουν και μανιακό επεισόδιο.
Η επανεμφάνιση εξαρτάται και από την ηλικία του 1ου επεισοδίου, από στρεσογόνους παράγοντες και από την ένταση των αρνητικών σκέψεων/ αυτοαναφορών.
Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι το 1ο επεισόδιο προκαλείται από γεγονότα ζωής αλλά τα μετέπειτα είναι ανεξάρτητα από αυτό. Όταν η κατάθλιψη ακολουθεί κάποιο στρεσογόνο συμβάν, αυτό το συμβάν συνήθως είναι ένα μη ελεγχόμενο συμβάν απώλειας.
Η κοινωνική υποστήριξη είναι προστατευτικός παράγοντας τόσο όσο αφορά την εμφάνιση του πρώτου επεισοδίου και για υποτροπή.
Άλλοι παράγοντες επικινδυνότητας: φύλο, δυσκολίες στην παιδική ηλικία (σωματική & σεξουαλική κακοποίηση, διαζύγιο, δυσκολίες στο γάμο των γονιών), νευρωτισμός (προσωπικότητα). Χαμηλή κοινωνική τάξη, διαζύγιο, να ζει κανείς μόνος, νέος, έλλειψη κοινωνικού δικτύου.
Τύποι όσο αφορά το τρέχον ή πιο πρόσφατο επεισόδιο
Με ψύχωση (ψευδαισθήσεις ή παραληρηματικές ιδέες) αλλά το περιεχόμενο είναι συνήθως συμβατό με τα θέματα της κατάθλιψης.
Με μελαγχολικά στοιχεία : πρέπει να υπάρχει έντονη ανηδονία και τουλάχιστον τρία από τα παρακάτω συμπτώματα:
(α) καταθλιμμένη διάθεση, η οποία είναι ποιοτικά διαφορετική από τη θλίψη σε γεγονότα ζωής,
(β) η διάθεση είναι χειρότερη το πρωί
(γ) πρώιμη πρωινή αφύπνιση
(δ) έντονες ψυχοκινητικές αλλαγές
(ε) σημαντική ανορεξία και απώλεια βάρους, και
(στ) υπερβολική ενοχή.
Με άτυπα στοιχεία: υπάρχει συναισθηματική αντίδραση (δηλαδή βελτιώνεται η διάθεση του ατόμου) σε θετικά γεγονότα. Παρουσιάζονται τουλάχιστον δύο από τα παρακάτω συμπτώματα
(α) αύξηση ύπνου (>2 ώρες),
(β) αύξηση βάρους και όρεξης,
(γ) αίσθηση ότι τα μέλη του σώματος είναι «βαριά», και
(δ) υπερβολική αντίδραση στη διαπροσωπική κριτική (αυτό παραμένει και εκτός επεισοδίων και πρέπει να είναι αρκετά σοβαρό ώστε να προκαλεί δυσλειτουργικότητα).
Επιλόχεια κατάθλιψη: Το καταθλιπτικό επεισόδιο εμφανίζεται μέσα στις πρώτες 4 εβδομάδες μετά το τοκετό. Ψυχωσικά συμπτώματα (τα οποία σχετίζονται με το βρέφος) και τάσεις αυτοκτονίας μπορεί να υπάρξουν σε αυτή τη διαταραχή. Επίσης, συχνά συνυπάρχουν συμπτώματα άγχους (ψυχαναγκασμοί σχετικά με βία προς το βρέφος) και πανικού. Αϋπνία, αδιαφορία προς το βρέφος, έλλειψη συγκέντρωσης.
Προσδιοριστές όσο αφορά τα υποτροπιάζοντα επεισόδια
Με ή χωρίς πλήρη ανάρρωση ανάμεσα στα επεισόδια: Οι προσδιοριστές μακρόχρονης πορείας αφορούν την περίοδο ανάμεσα στα δύο πιο πρόσφατα επεισόδια. Διακρίνονται τέσσερις τύποι:
(α) Υποτροπιάζουσα με πλήρη ανάρρωση ανάμεσα στα επεισόδια, χωρίς δυσθυμική διαταραχή
(β) Υποτροπιάζουσα χωρίς πλήρη ανάρρωση ανάμεσα στα επεισόδια, χωρίς δυσθυμική διαταραχή
(γ) Υποτροπιάζουσα με πλήρη ανάρρωση ανάμεσα στα επεισόδια, με δυσθυμική διαταραχή
(δ) Υποτροπιάζουσα χωρίς πλήρη ανάρρωση ανάμεσα στα επεισόδια, χωρίς δυσθυμική διαταραχή
Εποχιακή κατάθλιψη: Τα καταθλιπτικά επεισόδια εμφανίζονται μόνο σε συγκεκριμένες εποχές, συνήθως τον χειμώνα. Για να γίνει η διάγνωση θα πρέπει να υπάρχει κατάθλιψη μόνο τη συγκεκριμένη εποχή και για δύο συνεχόμενα χρόνια. Χαρακτηρίζεται από “υπερφαγία,” “υπερυπνία,” και έλλειψη ενεργητικότητας. Συνήθως παρουσιάζεται στα νέα άτομα, στις γυναίκες, τους χειμερινούς μήνες και κυρίως στις βόρειες χώρες.
Δυσθυμική Διαταραχή
Η δυσθυμική διαταραχή περιγράφει μια μέτρια καταθλιπτική διάθεση που διαρκεί για δύο χρόνια ή περισσότερο. Τα συμπτώματα μοιάζουν πολύ με αυτά της μείζονος κατάθλιψης, αλλά δυσθυμική διαταραχή χαρακτηρίζεται από χρόνια, λιγότερα σοβαρά καταθλιπτικά συμπτώματα.
A. Καταθλιπτική διάθεση, για τουλάχιστον 2 έτη και να είναι παρόντα τις περισσότερες ημέρες, την περισσότερη ημέρα. Δεν πρέπει να είναι απόντα για περισσότερο από 2 μήνες.
B. Δύο ή περισσότερα από τα παρακάτω:
(α) Διαταραχή στην όρεξη (αυξημένη ή ελαττωμένη)
(β) Διαταραχή στον ύπνο (αυξημένος ή ελαττωμένος)
(γ) Κόπωση και ελαττωμένη ενεργητικότητα
(δ) Χαμηλή αυτοπεποίθηση
(ε) Δυσκολία να συγκεντρωθεί κανείς και να πάρει αποφάσεις
(στ) Έλλειψη ελπίδας για το μέλλον
Υποθέσεις αιτιοπαθογένειας
Ψυχαναλυτικές θεωρίες για την κατάθλιψη
Ο Freud (1917) υποστηρίζει ότι οι ρίζες της κατάθλιψης σχετίζονται με την καθήλωση στο στοματικό στάδιο, η οποία οδηγεί στην τάση να εξαρτάται το άτομο υπερβολικά στους άλλους ανθρώπους για τη διατήρηση της αυτοεκτίμησής του.
Συσχετίζει την κατάθλιψη με το πένθος, και υποστηρίζει ότι η κατάθλιψη είναι αντίδραση σε μια απώλεια (πραγματική ή συμβολική), αλλά στην οποία η θλίψη και η οργή παραμένουν ασυνείδητες, και συνεπώς αποδυναμώνουν το εγώ. Έτσι, η βασική φροϋδική υπόθεση για την κατάθλιψη είναι ότι αποτελεί μια στροφή της επιθετικότητας προς τον εαυτό.
Υπάρχουν αρκετές σύγχρονες ψυχοδυναμικές θεωρίες για την κατάθλιψη, οι οποίες μοιράζονται κάποιες βασικές παραδοχές:
Πρώτον, ότι η κατάθλιψη έχει τις ρίζες της σε ένα πρώιμο έλλειμμα, που σχετίζεται με την απώλεια ή την απειλή της απώλειας ενός γονιού.
Δεύτερον, ότι το παλιό αυτό πλήγμα, αναζωπυρώνεται από μια πρόσφατη απώλεια, η οποία «γυρνά» το άτομο στο παιδικό τραύμα.
Τρίτον, ότι μια βασική συνέπεια αυτής παλινδρόμησης είναι συναισθήματα αβοηθησίας και απελπισίας, που αντανακλούν την πραγματική συνθήκη όσο αφορά ένα παιδί.
Τέταρτον, ότι η αμφιθυμία προς τα ενδοβλημένα αντικείμενα θεωρείται θεμελιώδης στην κατάθλιψη.
Πέμπτον, ότι η απώλεια της αυτοεκτίμησης είναι βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης, και ότι το άτομο προσπαθεί να αντισταθμίσει τη χαμηλή αυτοεκτίμηση με την αγάπη και την αποδοχή των άλλων (“εξαρτημένοι από την αγάπη» Fenichel, 1945).
Έκτον, ότι η κατάθλιψη έχει κάποια λειτουργία όσο αφορά τη διαχείριση των σχέσεων.
Συμπεριφορικές υποθέσεις
Δύο βασικές συμπεριφορικές υποθέσεις για την κατάθλιψη:
Απόσβεση – (Lewinsohn) – αυτή η υπόθεση θεωρεί ότι η κατάθλιψη είναι το αποτέλεσμα απόσβεσης συμπεριφορών. Ο Lewinsohn προτείνει ότι ο βαθμός της ενίσχυσης είναι συνάρτηση τριών βασικών παραγόντων:
(1) αριθμός και εύρος των ερεθισμάτων που ενισχύουν το άτομο,
(2) η διαθεσιμότητα τέτοιων ενισχύσεων στο περιβάλλον, και
(3) η ικανότητα του ατόμου να εξασφαλίσει την ενίσχυση.
Αλλαγές στο περιβάλλον του ατόμου μπορεί να μεταβάλλουν και τους τρεις παράγοντες.
Αρνητική Κοινωνική Συμπεριφορά: Τα άτομα με κατάθλιψη φαίνεται ότι έχουν κάποια ελλείμματα στις διαπροσωπικές τους δεξιότητες και ότι ίσως προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις από τους άλλους.
Οι συμπεριφορικού τύπου θεραπείες βασίζονται στην προσπάθεια (α) να αυξηθεί η θετική ενίσχυση που δέχεται το άτομο, κατά έναν τρόπο να ξαναμάθει να βρίσκει ευχαρίστηση, και (β) να βελιτωθούν οι κοινωνικές τους δεξιότητες.
Γνωστικές υποθέσεις
Δύο γνωστικές υποθέσεις για την κατάθλιψη.
Μαθημένη αβοηθησία και απελπισία: Martin Seligman προτείνει ότι η κατάθλιψη μπορεί να κατανοηθεί ως αντίδραση ανάλογη αυτής του φαινομένου της μαθημένης αβοηθησίας.
Η Abramson και οι συνεργάτες της επέκτειναν τη θεωρία βασιζόμενη στη θεωρία απόδοσης αιτίου, και συγκεκριμένα στην πεποίθηση ότι άσχημα πράγματα θα συνεχίσουν να συμβαίνουν και ότι το άτομο δεν μπορεί να κάνειτίποτε για αυτά, που οδηγεί στην έλλειψη ελπίδας, χαρακτηριστική της κατάθλιψης. Κατά την Abramson οι πεποιθήσεις αυτές πηγάζουν από τις αποδόσεις αιτίου του ατόμου για τα αρνητικά γεγονότα. Συγκεκριμένα, τα άτομα που τείνουν να θεωρούν ότι για αρνητικά γεγονότα ζωής οι αιτίες είναι
(α) μόνιμες και όχι προσωρινές,
(β) γενικεύσιμες σε όλους τους τομείς της ζωής και όχι σε αυτόν που συνέβη, και
(γ) εσωτερικές και όχι εξωτερικές (περιβαλλοντικές), είναι πιο ευάλωτοι παρουσιάσουν απελπισία και κατάθλιψη.
Αρνητικά σχήματα για τον εαυτό:. Σύμφωνα με τον Βeck, η βασική αιτία της κατάθλιψης έχει να κάνει με μια βασική αρνητικότητα σε σχέση με το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας. Εάν ένα άτομο, λόγω των εμπειριών του, αναπτύξει ένα αρνητικό «σχήμα» για τον εαυτό, τον κόσμο και το μέλλον τότε είναι ευάλωτο στην κατάθλιψη, εάν προκύψει και κάποιος εκλυτικός παράγοντας.
«Γνωστική τριάδα» στην κατάθλιψη:
Τα ατομα που πασχουν απο καταθλιψη τεινουν να βλεπουν αρνητικά
1. τον εαυτο τους,
2. τον κοσμο τους,
και 3. το μελλον τους.
Κοινωνικοί παράγοντες
Κοινωνικοί παράγοντες φαίνεται να παίζουν ρόλο στην κατάθλιψη. Υπάρχει μια μεγάλη αύξηση της κατάθλιψης τον τελευταίο αιώνα καθώς επίσης και η ηλικία στην οποία εμφανίζεται φαίνεται να μειώνεται.
Κοινωνικοί παράγοντες έχουν εντοπιστεί και ως υπεύθυνοι για τα αυξημένα ποσοστά γυναικών με κατάθλιψη. Προτείνεται ότι οι γυναίκες έχουν πολλούς επιβαρυντικούς παράγοντες που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της εφηβείας, και ειδικότερα:
1. Γεγονότα ζωής: Στην εφηβεία, υπάρχουν έντονες αλλαγές οι οποίες συχνά σχετίζονται με περισσότερα αρνητικά συμβάντα. Φαίνεται ότι τα αρνητικά συμβάντα για τις έφηβες αυξάνονται ιδιαίτερα. Επίσης, τα αρνητικά συμβάντα φαίνεται να επηρεάζουν τα κορίτσια περισσότερο από ό,τι τα αγόρια.
Τα αρνητικά γεγονότα που βιώνουν τα κορίτσια φαίνεται να είναι περισσότερο διαπροσωπικά και τα κορίτσια φαίνεται να επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτά από ό,τι τα αγόρια.
2. Γνωστική ευαλωτότητα: Τα άτομα που είναι ευάλωτα στην κατάθλιψη τείνουν να κάνουν αποδόσεις σε εσωτερικούς παράγοντες, σταθερούς και ολικούς και σαν αποτέλεσμα αισθάνονται απελπισία.
Τα κορίτσια ίσως να κάνουν πιο αρνητικές αποδόσεις αιτίου, και υπάρχουν ενδείξεις ότι τείνουν να μηρυκάζουν περισσότερο, ενώ τα αγόρια τείνουν να στρέφονται στη δράση και την αποφυγή.
Γιατί τα Κ αναπτύσσουν γνωστική ευαλωτότητα;
1. αυξημένος αριθμός αρνητικών συμβάντων.
2. Φαίνεται ότι κωδικοποιούν συμβάντα με συναισθηματικό περιεχομενο με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και ότι τείνουν να θυμούνται αυτές τις λεπτομέρειες πιο εύκολα (ευκολη ενεργοποιηση & ανακληση).
3. Επίσης, οι μητέρες τείνουν να ελέγχουν τη συμπεριφορά των κοριτσιών σε μεγαλύτερο βαθμό και ο τρόπος με τον οποίο το κάνουν φαίνεται να οδηγεί τα κορίτσια στο να κατηγορούν τον εαυτό τους για τις αποτυχίες τους.
Επίσης, πολλά κορίτσια αναφέρουν δυσαρέσκεια και ντροπή όσο αφορά τις αλλαγές στο σώμα κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
Ο κοινωνικός ρολος
Οι γυναίκες δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις σχέσεις με τους άλλους – αυτό τις κάνιε πιο ευάλωτες στις διαπροσωπικές δυσκολίες.
Επίσης, ο ρόλος των γυναικών δεν εκτιμάται στον ίδιο βαθμό όπως αυτός των αντρών.
Οι γυναίκες βιώνουν περισσότερες αλλαγές ρόλου και περισσότερο αλληλοσυγκρουόμενους ρολους. Έρευνες δείχνουν ότι οι γυναίκες με πιο παραοδισακούς ρόλους είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν κατάθλιψη, και ίσως οι πολλαπλοί ρόλοι να δρουν προστατευτικά.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της εφηβείας αρχίζουν οι περιορισμοί για τα κορίτσια. Στην εφηβεία τα κορίτσια αρχίζουν να δείχνουν λιγότερες φιλοδοξίες και «επιλέγουν» επαγγέλματα παραδοσιακά γυναικεία.
Οι γυναίκες που αποδέχονται τον περιορισμό των ρόλων τους έχουν περισσότερη κατάθλιψη. Αλλά και οι γυναίκες που αντιδορύν σε αυτόν αντιμετωπίζουν κριτική ότι παρουσιάζουν «ανδρικές» συμπεριφορές.
Τέλος, κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι διαφορές μπορεί να προκύπτουν και από ορμονικές αλλαγές που σχετίζονται με την εφηβεία.
Βιολογικές υποθέσεις
α. Αυξημένα ποσοστά σε συγγενείς 1ου βαθμού (1.5-3Χ).
β. Ποσοστά συμφωνίας ανάμεσα σε ΔΖ και ΜΖ δίδυμα (40% έναντι 11%).
γ. Έρευνες με υιοθετημένα παιδιά: σύγκριση ανάμεσα σε υιοθετημένα παιδιά με κατάθλιψη με αυτά χωρίς. Οι πιθανότητες για κατάθλιψη και αυτοκτονία στους συγγενείς της πρώτης ομάδας ήταν 8 και 15 φορές μεγαλύτερες σε σχέση με τη 2η ομάδα.
Άτομα με επιβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, τείνουν να έχουν πολλαπλά επεισόδια, υψηλά επίπεδα δυσλειτουργικότητας, και μικρότερη ηλικία εμφάνισης της κατάθλιψης.
Προσπάθειες να εντοπιστούν γονίδια για την κατάθλιψη έχουν αποτύχει. Υποθέτουμε ότι εμπλέκονται πολλά γονίδια και ίσως να είναι διαφορετικά σε διαφορετικές οικογένειες. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι ο τρόπος με τον οποίο τα γονίδια αυξάνουν τον κίνδυνο για κατάθλιψη είναι πιθανόν μέσω μίας αυξημένης ευαλωτότητας σε στρεσογόνα συμβάντα.
Διαστάσεις των διαταραχών διάθεσης
Πέρα από τη διαφοροποίηση ανάμεσα στις καταθλιπτικές και στις διπολικές διαταραχές, έχουν προταθεί οι εξής διαστάσεις των διαταραχών της διάθεσης:
Ψυχωσική έναντι νευρωτικής κατάθλιψης
Υπάρχει μια μακροχρόνια συζήτηση όσο αφορά το διαχωρισμό σε ψυχωτική/ νευρωτική κατάθλιψη και σε ποιο βαθμό αυτές αποτελούν την ίδιαή διαφορετικές διαταραχές.
Ενδογενής έναντι αντιδραστικής κατάθλιψης
Αρχικά ο διαχωρισμός αυτός χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει εάν υπήρχε κάποιος εκλυτικός παράγοντας πριν την εμφάνιση της κατάθλιψης. Όμως τα περισσότερα καταθλιπτικά επεισόδια. Έτσι σήμερα η διάκριση ενδογενής/ αντιδραστική χρησιμοποιείται περισσότερο για να περιγράψει διαφορετικά μοτίβα συμπτωμάτων και όχι την ύπαρξη ενός εκλυτικού παράγοντα. Η ενδογενής κατάθλιψη ή με «μελαγχολικά στοιχεία» χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου το άτομο παρουσιάζει έντονη ανηδονία, σωματικά συμπτώματα.
Διπολικές διαταραχές
Η διπολική διαταραχή περιλαμβάνει μανιακές και καταθλιπτικές φάσεις. Συνήθως, πρωτοπαρουσιάζεται στην όψιμη εφηβεία με τη μορφή ενός μανιακού επεισοδίου, και τα επόμενα επεισόδια μπορεί να παρουσιαστούν σε διάφορους συνδυασμούς.
Οι διαφορές ανάμεσα στη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και στη διπολική διαταραχή δεν αφορούν μόνο την παρουσία φάσεων μανίας, αλλά περιλαμβάνουν και τα εξής:
- Η διπολική διαταραχή είναι πολύ πιο σπάνια από ό,τι η κατάθλιψη
- Οι δύο διαγνώσεις παρουσιάζουν διαφορές όσο αφορά τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά: η διπολική διαταραχή παρουσιάζεται εξίσου στους άντρες και στις γυναίκες και είναι πιο συχνή στις ανώτερες κοινωνικοοικονομικά τάξεις.
- Ενώ οι άνθρωποι που έχουν κάποια στενή διαπροσωπική σχέση είναι λιγότερο επιρρεπείς στην κατάθλιψη, δε διαφέρουν ως προς τις πιθανότητες της διάγνωσης της διπολικής διαταραχής.
- Οι άνθρωποι με διάγνωση κατάθλιψης τείνουν να έχουν προνοσηρό ιστορικό χαμηλής αυτοεκτίμησης, εξάρτησης και ψυχαναγκαστικού τρόπου σκέψης, ενώ οι άνθρωποι με διάγνωση μανίας τείνουν να έχουν ιστορικό υπερδραστηριότητας.
- Τα καταθλιπτικά επεισόδια στη διπολική διαταραχή τείνουν να περιλαμβάνουν μια γενικευμένη επιβράδυνση από ό,τι στη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
- Οι δύο διαγνώσεις έχουν διαφορετική πορεία: τα επεισόδια στη διπολική διαταραχή τείνουν να είναι συντομότερα και συχνότερα από ό,τι στη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
- Όσο αφορά την πρόγνωση, η διπολική διαταραχή έχει χειρότερο μακροπρόθεσμα αποτέλεσμα και διαταράσσει πιο πολύ τη λειτουργικότητα του ατόμου.
- Τέλος, η διπολική διαταραχή είναι πιο πιθανόν να εμφανίζεται σε διάφορα μέλη μιας οικογένειας.
Το DSM-IV έχει διαχωρίσει τη διπολική διαταραχή σε δύο τύπους. Στη διπολική Ι διαταραχή το άτομο έχει παρουσιάσει τουλάχιστον ένα μανιακό ή μεικτό επεισόδιο και συνήθως, αν και όχι αναγκαστικά, και ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο.
Στη διπολική ΙΙ διαταραχή, το άτομο έχει παρουσιάσει τουλάχιστον ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο και τουλάχιστον ένα υπομανιακό επεισόδιο, αλλά δεν είχε ποτέ εκπληρώσει τα κριτήρια για μανιακό επεισόδιο.
Κυκλοθυμική διαταραχή
Και η κυκλοθυμική διαταραχή περιγράφει μια χρόνια κατάσταση, κατά την οποία το άτομο περνά από φάσεις υπομανίας και κατάθλιψης κατά τη διάρκεια μεγάλων χρονικών διαστημάτων.
Θεωρίες αιτιοπαθογένειας για τη διπολική διαταραχή
Υπάρχουν ελάχιστες θεωρίες αιτιοπαθογένειας για την διπολική διαταραχή.
Η βιολογική προσέγγιση
Μελέτες σε οικογένειες έχουν δείξει ότι οι συγγενείς πρώτου βαθμού ατόμων με διάγνωση διπολικής διαταραχής έχουν 10 φορές περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν και οι ίδιοι με διπολική διαταραχή, από ό,τι ο γενικός πληθυσμός.
Έρευνες με δίδυμους έχουν δείξει ότι η συμφωνία για την διάγνωση διπολικής διαταραχής είναι 72% σε ΜΖ διδύμους και 14% σε ΔΖ διδύμους, ποσοστό το οποίο είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι στη μονοπολική διαταραχή.
Έρευνες με τη μέθοδο των υιοθετημένων δείχνουν ότι παιδιά που αναπτύσσουν διπολική διαταραχή έχουν φυσικούς γονείς με ποσοστά διπολικής διαταραχής 31%, σε αντιπαράθεση με το ποσοστό 2% στους βιολογικούς γονείς υιοθετημένων παιδιών που δεν είχαν διάγνωση διπολικής διαταραχής.
Ψυχολογικές θεωρίες για τη διπολική διαταραχή
Σε γενικές γραμμές η διπολική διαταραχή έχει παραμεληθεί από την ψυχολογική θεωρία και έρευνα. Όσο αφορά τη μανιακή φάση, η βασική υπόθεση είναι ότι αποτελεί μια (πρωτόγονη) άμυνα απέναντι στην κατάθλιψη και σε συναισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης.